Γράφει η Σοφία Δημητριάδου
Γιατί βιάστηκες και με έβαλες σε ένα καλούπι;
Γιατί φοβήθηκες να νοιώσεις παραπάνω;
Γιατί δεν θέλησες να φύγεις από την πεπατημένη σου;
Γι’ αυτό και έγινες ο φόβος που τόσο μισούσα, γι’ αυτό και με πόνεσες όσο δεν με έχει πονέσει κανείς, γι’ αυτό με πλήγωσες, προσποιούμενος ότι δεν σε νοιάζει.
Γι’ αυτό πτώχευσα τόσο γρήγορα και τόσο βάναυσα. Ακόνιζες τα μαχαίρια σου και τα τοποθετούσες σιγά σιγά στην ψυχή μου. Ζούσα σε μία πραγματικότητα που ενώ πονούσα, συνέχιζα να προσπαθώ να θεραπευτώ.
Όμως συνέχιζα να πληγώνομαι χωρίς να περιμένω την επούλωση των προηγούμενων τραυμάτων. Βρισκόμουν στον δικό μου κόσμο και δεν καταλάβαινα τι γίνεται γύρω μου, δεν καταλάβαινα την ζημιά που έκανες μέσα μου.
Με άδειαζες αλλά όση ψυχή και να έπαιρνες δεν θα ήσουν ποτέ ικανοποιημένος. Εν τέλει, δεν είχες κανένα δικαίωμα και εγώ δεν αντέχω άλλο να ζω με πληγωμένη ψυχή. Δεν αντέχω άλλο, να είμαι το δεκανίκι σου και η φόρτισή σου, για την μίζερη ζωή σου.