Γράφει η Αριάδνη
Οι εργοδότες πάντα εντυπωσιάζονται από τους υπαλλήλους που εργάζονται με ζήλο σαν να είναι δική τους η δουλειά, η επιχείρηση.
Και η αλήθεια είναι πως, μπορεί η επιχείρηση να μην είναι δική τους, αλλά είναι η δουλειά τους.
Είναι από εκεί που θα πάρουν χρήματα για να συντηρηθούν, για να πληρώσουν το νοίκι, το ρεύμα, το τηλέφωνο, για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Είναι αυτό που ξέρουν να κάνουν για να επιβιώνουν και να καλύπτουν τις ανάγκες τους.
Κι αν κάποια στιγμή αυτή η επιχείρηση κλείσει, εκείνοι θα μείνουν χωρίς δουλειά. Οπότε, αυτός είναι ο πρώτος λόγος-κίνητρο για να προσφέρουν ό,τι περισσότερο μπορούν από το μετερίζι τους, έτσι ώστε να είναι κραταιά και βιώσιμη η επιχείρηση.
Ο δεύτερος λόγος είναι λίγο πιο “εσωτερικός”. Είναι η δική τους ανάγκη για δημιουργία, για να φτιάξουν ή να φέρουν εις πέρας κάτι με τα χέρια τους ή μόνο με το μυαλό τους. Γιατί για εκείνους δημιουργία είναι από το να φτιάξουν ένα ψωμί και το να βάψουν κάγκελα, μέχρι το να πείσουν έναν άνθρωπο να αγοράσει οτιδήποτε και να καταχωρήσουν τιμολόγια.
Ο τρίτος λόγος, αυτός που τους κάνει και τόσο δυσεύρετους, είναι η συνείδησή τους. Ότι πληρώνονται για να δουλεύουν και αυτό κάνουν. Δεν κάνουν εκπτώσεις στη δουλειά τους τύπου “Δεν μου φέρεσαι καλά γι’ αυτό κι εγώ θα λουφάρω” ή “τόσα μου δίνεις, για τόσα θα δουλεύω”. Εκείνοι δουλεύουν όπως ξέρουν, κι αν κάτι δεν τους αρέσει, είτε στο περιβάλλον είτε στις απολαβές τους, πρώτα το συζητούν κι αν δεν βρουν άκρη, αργά ή γρήγορα, σηκώνονται και φεύγουν.
Φεύγουν να πάνε πού, θα μου πεις. Γιατί όσο δυσεύρετοι είναι οι ευσυνείδητοι υπάλληλοι άλλο τόσο είναι και οι ευσυνείδητοι εργοδότες. Υπάρχουν όμως, και οι μεν και οι δε. Κι αν η τύχη το φέρει και συναντηθούν οι δρόμοι τους, τότε είναι ικανοί να κάνουν θαύματα!