Γράφει η Φλώρα Σπανού.
«Ξύπνα!» σου φωνάζω. Μήνες τώρα..Μέρες τώρα..Ώρες τώρα..Μα εσύ δεν ακούς. Έχεις βάλεις καλά τις ωτοασπίδες στα αυτιά και τις παρωπίδες στα μάτια και παριστάνεις τον αδιάφορο. Ότι τάχα δεν βλέπεις .Ότι τάχα δεν ακούς. Όμως, εγώ συνεχίζω και σου φωνάζω με όση δύναμη μου έχει απομείνει.
«Ξύπνα! Είμαι εδώ. Υπάρχω. Αναπνέω που να πάρει! Ξύπνα.»
Είμαι δίπλα σου, αλλά δεν με βλέπεις.
Σου μιλάω, αλλά δεν ακούς.
Σε αγγίζω, αλλά δεν αισθάνεσαι.
Σε φιλάω, αλλά δεν ανταποκρίνεσαι.
Φοράω το αγαπημένο σου άρωμα, αλλά δεν το σχολιάζεις.
Τι κι αν κοιμόμαστε το βράδυ μαζί. Τι κι αν ξυπνάμε μαζί. Τίποτα. Καμία επαφή.
Τα πάντα είναι σκοτεινά και άδεια σε αυτό το σπίτι. Τι κι αν έξω είναι καλοκαίρι. Το σπίτι μας μέσα έχει παγωνιά. Κι η ψυχή μου είναι κρύα. Το σώμα μου παγωμένο. Περιμένει ένα άγγιγμα. Ένα χάδι να το ζεστάνει. Μάταια, όμως. Γιατί η απουσία σου σε αυτό το σπίτι είναι αισθητή. Μέχρι και ο σκύλος μας το έχει καταλάβει. Εσύ πότε θα το καταλάβεις; Ότι πρέπει να κάνεις μία προσπάθεια για να γεφυρωθεί το κενό;
Πότε;
Μέρες τώρα λείπω τα απογεύματα από το σπίτι. Όμως, δεν με ρώτησες γιατί; Που να πάρει ευχή! Εκείνη τη μέρα ήμουν τόσο χαρούμενη που βρήκα δουλειά. Κι ήθελα τόσο πολύ να το μοιραστώ μαζί σου. Όμως, εσύ με άδειασες. Ήσουν κουρασμένος εκείνο το βράδυ. Ήθελες να κοιμηθείς. Κι έτσι εγώ την επομένη πήγα στη δουλειά. Μα όταν γύρισα ούτε καν έκανες τον κόπο να με ρωτήσεις που ήμουν. Και έκλαιγα όλο το βράδυ, δίπλα σου. Όταν εσύ κοιμόσουν. Δεν κατάλαβες τίποτα. Μέρες μετά μου είπε η κόρη μας ότι την ρώτησες που ήμουν κι εκείνη σου απάντησε πως ήμουν στη δουλειά. Μα και πάλι δεν ενδιαφέρθηκες να ρωτήσεις τι δουλειά ήταν αυτή. Αδιαφορία.
Δύο ξένοι είμαστε μέσα σε αυτό το σπίτι. Δύο ξένοι που απλά συγκατοικούν.
«Ξύπνα..» Έχω αρχίσει και κουράζομαι. Έχω αρχίσει να αδιαφορώ κι εγώ. Έχω αρχίσει να βγαίνω μόνη μου έξω. Με τις φίλες μου. Κι η απόσταση μεταξύ μας έχει κι αυτή αρχίσει να μεγαλώνει περισσότερο. Τόσο που θα είναι δύσκολο να ξαναέρθουμε κοντά.
«Ξύπνα..»
Σήμερα έπεισα τον εαυτό μου να κάνει μία τελευταία προσπάθεια. Μαγείρεψα το αγαπημένο σου φαγητό. Φόρεσα ένα υπέροχο φόρεμα. Έβαλα κόκκινο κραγιόν. Αυτό που σου άρεσε πάντα να φοράω. Έστρωσα το τραπέζι και άναψα κεριά σε όλο το σπίτι. Άφησα τη μουσική να πλανάται στο χώρο κάθισα στο τραπέζι και σε περίμενα. Άργησες. Πέρασε αρκετή ώρα. Αισθάνθηκα τόσο κουρασμένη ξαφνικά. Να σε περιμένω. Να προσπαθώ, μονάχα εγώ. Για εμάς. Για το γάμο μας.
Άκουσα τα κλειδιά στην πόρτα και αναθάρρησα. Ήρθες. Σηκώθηκα να σε υποδεχτώ με το πιο λαμπερό μου χαμόγελο στα χείλη. Μα μόλις μπήκες ίσα που μου έριξες μία κλεφτή ματιά, μία δυσάρεστη ματιά και το μόνο που έκανες ήταν να με ρωτήσεις αν είχαμε καλεσμένους και δεν στο είχα πει.
«Όχι» σου απάντησα. «Για μας το έκανα όλο αυτό. Ήθελα να σου κάνω έκπληξη.»
«Για εκπλήξεις είμαστε τώρα ρε Ελένη; Λυπάμαι. Μα πρέπει να φύγω. Θα κάνω μπάνιο και θα αλλάξω. Έχω ένα σημαντικό ραντεβού. Κάποια άλλη φορά ίσως.» μου απάντησες και με προσπέρασες αδιάφορος.
Και τότε συνέβη. Ένιωσα το κρακ που έκανε η καρδιά μου καθώς έσπαγε σε χιλιάδες μικροσκοπικά κομματάκια. Γιατί ένιωσα τον παγωμένο αέρα που υπήρχε ανάμεσα μας. Και το αχαλίνωτο κενό. Που δεν θα γέμιζε ποτέ πια ξανά. Εκείνη η στιγμή. Εκείνο το δευτερόλεπτο. Ήταν αρκετά για να καταλάβω. Πως ήρθε το τέλος. Ένα τέλος που κι οι δυο μαζί το γράψαμε.
Πήγα στο δωμάτιο μας και άρπαξα ατάραχη τη βαλίτσα των διακοπών μας. Όμως, τώρα δεν θα την γέμιζα με όμορφες αναμνήσεις και δεν θα επέστρεφε ποτέ πια πίσω. Την γέμισα με τα ρούχα σου. Την έκλεισα και την πήρα μαζί μου στην κουζίνα. Γέμισα το πιάτο μου και ξεκίνησα να τρώω. Μόλις ήρθες στην κουζίνα με ρώτησες αν είδα το σιέλ σου πουκάμισο. «Ναι» σου απάντησα εντελώς ψυχρά.
«Είναι εκεί. Στην βαλίτσα. Τα υπόλοιπα έλα να τα πάρεις αύριο το απόγευμα που θα λείπω».
Με κοίταξες έκπληκτος.
«Μέρες τώρα σου φωνάζω. Να ξυπνήσεις. Να με προσέξεις. Ζούμε σε αυτό το σπίτι μαζί και με τα βίας ανταλλάσουμε μία κουβέντα. Τι κι αν κοιμόμαστε μαζί. Τι κι αν ξυπνάμε μαζί. Είμαστε δυο ανόητοι που δεν έχουμε καμία επαφή. Είναι καιρός να φύγεις. Κουράστηκα. Να περιμένω το πότε θα ξυπνήσεις..Δεν έχει κανένα νόημα πια.
«Φύγε!»
LoveLetters