Γράφει η Στέλλα Γρηγοροπούλου
Είπες πως θέλεις να γυρίσεις.
Είπες πως δεν υπάρχει άλλη σαν και εκείνη και πως δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς εκείνη στο πλάι σου. Είπες πως πεθαίνεις για ένα της βλέμμα της, ένα της άγγιγμα, μια ζωή μέχρι το τέλος.
Είπες πως ήσουν μισός χωρίς εκείνη, είπες, είπες είπες…
Εκείνη τα άκουσε, τα άκουσε όλα.
Εκείνη τα θυμήθηκε, τα θυμήθηκε όλα.
Θυμήθηκε τα ψέματα που έτρωγε σαν γλυκό του κουταλιού και που έκαιγαν τον εγκέφαλό της γιατί ήξερε την αλήθεια.
Θυμήθηκε την προδοσία που ποτέ σου δεν παραδέχτηκες πως υπήρξε ακόμα και την τελευταία στιγμή. Την τελευταία εκείνη στιγμή που όλα διαλυόντουσαν σαν χάρτινος πύργος από παιδικό παιχνίδι.
Θυμήθηκε τα ατελείωτα βράδια που ξυπνούσε και κοιτούσε δειλά πλάι της, μπας και έχεις επιστρέψει.
Θυμήθηκε τα γέλια της που έγιναν δάκρυα. Δάκρυα που έχυνε βουβά για να μην την τα ακούσει κανείς, κανείς ακόμα και ίδιος της ο εαυτός.
Θυμήθηκε πως σε λάτρευε και πως δεν ήθελε να πιστέψει εκείνα τα άσχημα που ερχόντουσαν, τα έθαβε, τα έθαβε όσο πιο βαθιά μπορούσε, εκεί επάνω στον ουρανό μέσα στα σύννεφα που ενωνόντουσαν και γινόντουσαν βροχή, βροχή που έπεφτε στο χώμα και εκείνο την έπινε για να μην εμφανιστεί ποτέ ξανά.
Τώρα, τώρα τι; Τι ζητάς;
Μια επιστροφή πίσω στο χαμόγελό της. Στη ζωή που έφτιαξε με τόσο κόπο μακριά σου!
Ζητάς δίχως να σκεφτείς το κακό που της έκανες. Ζητάς πάλι για εσένα, μόνο για εσένα, έτσι εγωιστικά όπως πάντα.
Τι περιμένεις να σου απαντήσει, τι περιμένεις το κορμί της να σου δείξει;
Την απόφασή την έχει πάρει, την έχει πάρει με την καρδιά, με το μυαλό, με όλες τις αισθήσεις ανεβασμένες στο κόκκινο.
Δεν θα της πάρεις φίλε μου πάλι τα χαμόγελό τη πίσω. Δεν θα σε αφήσει ποτέ ξανά να την κάνεις να κλάψει. Πάνε εκείνα τα χρόνια, πάνε.
Δυστυχώς ή όχι το έργο σας είχε “ευτυχές” τέλος, το τέλος που διάλεξες εσύ.