Γράφει ο Μάνος Σαμοθρακής (Τριστάνος)
Όταν την είδε, ήξερε! Ότι είναι διαφορετική από όλες τις άλλες γυναίκες που είχε συναντήσει. Η αύρα της λειτουργούσε σαν μαγνήτης, που αβίαστα τον τραβούσε κοντά της, δίχως καθόλου να το προσπαθεί.
Δεν είχε εξωτικό πρόσωπο, ούτε πλούσια κόμη που αντανακλούσε τον ήλιο – όπως στα ερωτικά μυθιστορήματα. Όμως η μορφή της μέσα του, ακουμπούσε κάποιες χορδές, που λίγες είχαν καταφέρει να διακρίνουν.
Τα μάτια της, δεν είχαν όλα τα χρώματα της θάλασσας και της λίμνης, ανακατεμένα με τέμπερες που υπόσχονταν αριστουργήματα της φύσης. Ήταν απλά, με μια ζεστασιά που σε κέρδιζε από το πρώτο κοίταγμα. Ήταν αληθινά και υγρά, μαρτυρώντας μια προσωπικότητα που έχει πονέσει στη ζωή, μα δεν διαπραγματεύτηκαν ποτέ την αξιοπρέπεια της κοιτώντας χαμηλά.
Ήταν ευθυτενή και καθαρά και αυτό έφτανε, για να είναι τα ομορφότερα μάτια του κόσμου. Τον έκαναν να νιώθει άνετα και μοναδικός για κείνη, μην αφήνοντας χώρο για δεύτερες σκέψεις και αμφιβολίες να βασανίζουν το μυαλό.
Όταν την φίλησε, ήξερε! Ότι δεν θα χρειαστεί ποτέ, να αναζητήσει οξυγόνο κάπου αλλού. Τα χείλη της δεν ήταν σαρκώδη και με το σχήμα που “υπόσχεται πολλά”. Αντιθέτως ήταν λίγο ξερά στην άκρη και ταλαιπωρημένα, όμως οι αισθήσεις του χτύπησαν κόκκινο, σα να ήρθε σε επαφή με πυρωμένο σίδερο και ενώ τον έκαιγαν, δεν ήθελε με τίποτα να τα αποχωριστεί. Θα πέθαινε για αυτά, φτάνει η τελευταία του ανάσα, να ήταν παρμένη από τη γλύκα τους.
Όταν έκαναν έρωτα, ήξερε. Ότι δεν θα μπορούσε να μπει ξανά σε άλλο σώμα. Το σώμα της δεν έμοιαζε με εκείνα που βλέπεις στα περιοδικά να διαφημίζουν μαγιό, ούτε είχε τη συμμετρία από πίνακα του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Είχε γραμμένο πάνω του τις δυσκολίες της ζωής. Την ορθοστασία από κάποια χρόνια που ήταν αναγκασμένη να στέκεται για 8 ώρες, με δύο δεκάλεπτα διαλείμματα – μόνο – για ξεκούραση.
Είχε τα σημάδια από τα παιδιά που έφερε στον κόσμο και ήταν τα μεγαλύτερα παράσημα της. Είχε μερικά κιλά, που μπήκαν μετά από κάτι φάρμακα και από κάποιες απολαύσεις, που δεν έκανε πίσω για να μην χαλάσει την εικόνα της. Τα χάρηκε, τα γλέντησε και δεν φοβήθηκε ποτέ της να ριχτεί στη φωτιά, για να μην στεναχωρήσει τους θαυμαστές του “the next top model”.
Ήταν όμως ένα σώμα ζωντανό. Ένα σώμα που αντανακλούσε τον πόθο και την οικειότητα, σε μια ένωση που τον έκανε να καταλάβει τι θα πει πραγματικός έρωτας. Εκεί που οι πρωταγωνιστές, δίνουν και δίνονται με μανία, δίχως καθωσπρεπισμούς και αναστολές. Δίχως επίδειξη ακριβών εσωρούχων και στυλιστικού ναρκισσισμού.
Ένα σώμα, που δεν φοβόταν να ανάψεις το φως, για να μην φανεί κάποιο ψεγάδι του, ούτε ντρεπόταν για εκείνες τις ατέλειες, που οδηγούν στα ιατρεία και στην πλαστική αναδόμηση. Έλαμπε ο ιδρώτας όπως κυλούσε επάνω του και δεν μπορούσες να μην το αγγίζεις, να μην το φιλάς παντού, να μην το σαρώνεις με την ορμή σου. Είχε μάθει από θύελλες και μπορούσε να τις ανταποδώσει. Είχε μάθει να δίνεται και δεν θα ήθελες κανένα άλλο σώμα για να ζήσεις μέσα του.
Ήταν το σπίτι που έψαχνε για χρόνια. Και παρόλο που δεν έμοιαζε με εκείνα τα εντυπωσιακά και ευφάνταστα δημιουργήματα, από κορυφαίους αρχιτέκτονες, που ντρέπεσαι να πατήσεις μέσα, είναι αυτό που όλοι μας θέλουμε να ζούμε. Ζεστό, αληθινό, ανθρώπινο και γεμάτο από την μυρωδιά της αγάπης.
Όταν την είδε, έμαθε!
Έμαθε ότι η τελειότητα είναι ουτοπική και ότι το μόνο που χρειαζόμαστε στη ζωή μας, είναι αληθινοί άνθρωποι, που σε κάνουν να νιώθεις άνετα, σε κάνουν να γελάς, να μην φοβάσαι να εκφραστείς, σε κάνουν να ξαναπιστέψεις στο είδος μας!
Όταν την είδε, έμαθε.
Έμαθε τι θα πει, πραγματική αγάπη!