Γράφει η Αναστασία Κοζίμπα
Μείνε .
Μείνε λίγο ακόμα εδώ, βρήκα τρόπους να μιλήσω.
Έψαξα τρόπους να μοιραστώ. Κοίταξε με, μιλάω. Τόσα χρόνια λέξη δεν άρθρωσα.
Μπορώ και γεύομαι. Καιρό τώρα ό,τι μου πλασάρουν για αυθεντικό, χορταίνω. Δες! Ακούω.
Νόμιζα πως όλα βουβά, άχρωμα περνάνε από μπροστά μου.
Στάθηκα ζωές σε αυτό το σημείο μέχρι να αποφασίσω, βήμα δεν έκανα. Ούτε μπροστά, ούτε πίσω.
Κοίταξα με μάτια κλειστά δεξιά και αριστερά σε όποιον περαστικό ερχόταν για να αρπάξει.
Τον άφηνα συνειδητά, μήπως με τις απώλειες μάθω κάτι. Δεν έμαθα ή έτσι έπειθα τον εαυτό μου για να μη με πληγώσει η επανάληψη.
Ονόμασα σταθερό το προσωρινό και στήριξα χαρές επάνω του. Τρόμαξα τις αλλαγές , με προώθησα σταθερό για άλλους, εκείνους τους ανασφαλείς. Μα ποιος ήταν νικητής στην ανασφάλεια;
Και έτσι κάπως έπαιρνε ο ένας από τον άλλον συμβιβασμούς. Με φώναξαν έρωτα απόλυτο, λες και μια ζωή σ’ αυτούς θα έδινα. Δεν το είχα σκεφτεί, δε το θέλησα. Κατέβασα το κεφάλι και ντύθηκα ρόλους, να έχω κάποιον να περιμένει στο σπίτι.
Μα όσο περίμενε, τόσο άδειο ήταν. Πώς να γεμίσει με κενά η ζωή! Έκλεβα αναπνοές , μοιράζοντας ελπίδα. Μα όσο ελπίδα μοίραζα, στερούσα κάτι από μένα. Λίγο αλήθεια, ηρεμία, προοπτική.
Έτρεφα τον εαυτό μου παραμύθια, να κοιμάμαι ήσυχη τα βράδια · μεγαλώνοντας όλο και λιγόστευε ο ύπνος.
Μείνε.
Μείνε τώρα που μετράω χρόνια επάνω μου, την απουσία. Αφού όσοι ήρθαν σα να μην ήταν. Τους ξερίζωνα κάθε φορά, φθορά.
Και εκείνοι οι λίγοι που έμοιαζαν με ευτυχία;
Κυρίως αυτούς τους έδιωχνα με μένος, κυρίως αυτούς που πλησίαζαν. Τους πλήγωνα πρώτη για άμυνα. Μα όσο πλήγωσα εμένα, κανείς ποτέ δε μπόρεσε.
Μείνε.
Ακούμπησες λέξεις στα χείλη.
Μείνε, με ετοίμασα χρόνια.
Ό,τι κι αν είσαι.
Για όσο κι αν είσαι.
Μείνε.