Γράφει ο Τριστάνος
Όσο εσύ έσβηνες τα φεγγάρια μας, εγώ ζωγράφιζα ήλιους, για να φωτίσω τη σκοτεινή σου πλευρά και να αναθερμάνω τον έρωτα μας.
Την ώρα που εκτελούσες τα όνειρα μας, την αγάπη μου έβαζα μπροστά – ασπίδα – μήπως καταφέρω να τα σώσω.
Τις υποσχέσεις σου ξεπουλούσες σε φτηνούς πάγκους πρόσκαιρων απολαύσεων και γω πλειοδοτούσα σε δημοπρασίες – πληρώνοντας ακριβά το τίμημα με ανεξίτηλες πληγές – για να τις αποκτήσω πίσω.
Εξαργύρωνα κάθε λόγο σου, με τη μεγαλύτερη αξία που μπορούσα να του δώσω, διότι προσπαθούσα να κρατηθώ από αυτούς, για να μην δω την σκληρή πραγματικότητα. Τους διόρθωνα και κρατούσα μόνο αυτά που ήθελα να ακούσω.
Έφευγες σιγά-σιγά, όμως είχα πάρει απόφαση να μην τα παρατήσω και να προσπαθήσω με κάθε τρόπο να σώσω την αγάπη μας.
Πίστευα ότι αυτό που είχαμε ήταν μοναδικό και ότι απλά περνούσαμε μία κακή φάση και όλα ξαφνικά θα γινόντουσαν όπως πριν, κάνοντας το να φαντάζει σαν ένα κακό όνειρο….όμως δυστυχώς έκανα λάθος.
Εξηγούσα και προσάρμοζα τα σημάδια όπως ήθελα εγώ να είναι και εθελοτυφλούσα στην πικρή αλήθεια.
Γέμιζα με άμμο την κλεψύδρα μας, παίρνοντας παρατάσεις συνεχώς, όμως η τρύπα είχε ανοίξει δυσανάλογα και η άμμος χυνότανε με δύναμη προς τα κάτω και μας παρέσερνε μαζί στο κενό.
Έφτασα στο σημείο να ζω με τις αναμνήσεις μας και να επιβάλω το παρελθόν, σε ένα παρόν που δεν άφηνε καμιά υπόσχεση για το μέλλον.
Μέχρι που μία μέρα ξύπνησα και είδα τα πράγματα ακριβώς όπως είναι. Μπόρεσα να δω επιτέλους την νοσηρή πραγματικότητα και την κατακερματισμένη αξιοπρέπεια μου
Ξύπνησα και κατάλαβα ότι σε μία σχέση πρέπει να χτυπάνε δύο καρδιές και όχι η μία να παλεύει να στείλει το αίμα σε δύο σώματα, διότι στο τέλος θα κουραστεί και θα σταματήσει να χτυπάει. Έτσι όπως έγινε και με τη δική μου καρδιά και έπρεπε να την προστατέψω.
Κατάλαβα ότι μερικές παρτίδες δεν σώζονται, όσο και να θέλει ο ένας παίκτης, διότι ο άλλος έχει αποχωρήσει παίρνοντας και την βασίλισσα μαζί και εσύ μένεις να παίζεις μόνος σου, δίχως κανένα σκοπό.
Ήρθε η ώρα λοιπόν να πάρω πίσω την χαμένη μου αξιοπρέπεια, να σταθώ ξανά στα πόδια μου και να πετάξω από τη ζωή μου την αμφιβολία, την απαξίωση και την αβεβαιότητα.
Ήρθε η ώρα να κλείσω οριστικά την πόρτα πίσω μου, για να μπορέσω να ανοίξω μια άλλη, που εκεί θα με καλοδεχτούν και θα με αγκαλιάσουν, με χέρια διάπλατα ανοιγμένα, χωρίς να τσιγκουνεύονται τα αισθήματα τους.
Δεν μου ταιριάζει να ζω την ζωή μου με έκπτωση, διότι είναι πολύτιμη και εσένα δεν σου αξίζει. Εσύ έχεις μάθει να ψωνίζεις μόνο από τις ευκαιρίες και σου έχω δυσάρεστα νέα.
Ό, τι ψωνίζεις από τις προσφορές, κρατάει λίγο και εσύ δεν είσαι για “πολύ”!
Μείνε λοιπόν με αυτά που αντέχεις, διότι ποτέ δεν ήσουν για κάτι περισσότερο.
Απλά άργησα να το καταλάβω.