Γράφει η Αγγελική Καμπέρου
Τον παρακάλεσε να μείνει για ένα βράδυ ακόμα.
Τον παρακάλεσε να κάνει σαν να μην τρέχει τίποτα, σαν να μην μπήκε τίποτα ποτέ στο δρόμο τους.
Τον παρακάλεσε να την κοιτάξει για τελευταία φορά όπως την είχε κοιτάξει τότε. Όπως την είχε κοιτάξει την πρώτη φορά που συναντήθηκαν.
Τον παρακάλεσε να την κρατήσει μέσα στα χέρια του και να ξαναζήσουν εκείνο το πρώτο τους βράδυ.
Τον παρακάλεσε να προσποιηθεί για μια νύχτα ακόμα πως όλα είναι ίδια.
Κι αυτός καθόταν και την κοιτούσε.
Χαμένος μέσα στα θέλω του και τα πρέπει του.
Την χάζευε την ώρα που τον παρακαλούσε και ζύγιζε τις επιλογές του.
Ήξερε πως αν έμενε ένα βράδυ ακόμα και φερόταν έτσι όπως του ζητούσε θα την τσάκιζε όταν θα έφευγε.
Όπως επίσης ήξερε πως αν δεν έκανε αυτό που του ζητούσε θα έβαζε τα κλάματα μπροστά του και το μισούσε να την βλέπει να κλαίει.
Δεν ήξερε τι είναι χειρότερο τελικά.
Να κάνει ότι του ζήτησε και να μην είναι δίπλα της όταν θα πέσει στα πατώματα να την παρηγορήσει ή να μην κάνει αυτό που ήθελε και να μπορέσει για μια τελευταία φορά να σκουπίσει τα δάκρυα από το πρόσωπό της;
Την αγαπούσε.
Την αγαπούσε πολύ, μα τα πράγματα δεν ήρθαν όπως θα ήθελαν.
Εκείνη στεκόταν μπροστά του, κρατούσε την ανάσα της και περίμενε να δει τι θα κάνει.
Ποια θα είναι η απόφαση του.
Συγκρατούσε τα δάκρυα της με το ζόρι.
Τον έβλεπε, τον καταλάβαινε, ήξερε πως αιωρούνταν πάνω από τις επιλογές του.
Ήξερε πως βασανιζόταν, τον ήξερε πλέον πολύ καλά.
Και ήθελε να τον βοηθήσει να πάρει μια απόφαση, μα κι εκείνη δεν ήξερε τι ήταν καλύτερο τελικά. Ήθελε να πάρει εκείνος την απόφαση.
Να διαλέξει εκείνος πως θα κλείσουν τον κύκλο τους. Ήθελε να ρίξει εκείνος τους τίτλους τέλους.
Και τον άφησε. Τον άφησε να πάρει την καρδιά της στα χέρια του και να την κάνει ό, τι εκείνος θέλει.
Του εμπιστεύτηκε για ακόμα μία φορά ό, τι πολυτιμότερο είχε.
Κι εκείνος προσπαθούσε τόσο πολύ να κάνει το καλύτερο και για τους δύο. Προσπαθούσε τόσο πολύ να αφήσει μια γλυκιά γεύση το τέλος τους.
Τον κοίταξε με μάτια βουρκωμένα.
Την κοίταξε χαμογελώντας, μα τα μάτια του πρόδιδαν την θλίψη του.
Άνοιξε το στόμα να μιλήσει μα δεν τα κατάφερε.
Τον σταμάτησε.
Αν είναι να φύγει ας φύγει έτσι, δεν ήθελε να ακούσει τίποτα.
Έκανε δυο βήματα να φύγει και πάγωσε πάλι στη θέση του.
Γύρισε αργά και την κοίταξε, είχε ήδη δακρύσει.
Έκανε δυο βήματα πίσω και την έσφιξε στην αγκαλιά του.
” Όχι σήμερα. Όχι έτσι.”.
Αυτά της είπε μόνο και την κράτησε σφιχτά.