Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
– Έλα!
– Φύγε σου είπα, φύγε!
Λέξεις πετάγονται γύρω τους σαν πύρινες σφαίρες. Μοιάζει χορός επιθετικός.
– Μην με διώχνεις άλλο, δεν μπορώ, σε θέλω, σ’ αγαπώ!
– Να πάρεις την αγάπη σου και να την δώσεις αλλού, εγώ δεν την θέλω. Σε μισώ. Σε μισώ μ’ ακούς επιτέλους; Μπορείς να με ακούσεις για μια φορά στην ζωή σου;
– Μην μου το κάνεις αυτό. Σ’ αγαπώ.
– Πότε έμαθες μωρέ εσύ να αγαπάς; Δουλευόμαστε και μεταξύ μας τώρα μου φαίνεται. Πήγαινε σε εκείνες που ξέρεις και ανέχονται όλα όσα κάνεις. Εγώ δεν σε θέλω πια. Δεν θέλω να σε βλέπω. Μ’ ακούς; Φύγε! Εξαφανίσου!
– Σε εκλιπαρώ. Μια ευκαιρία ακόμα σου ζητώ, να σου αποδείξω πως πραγματικά σε αγαπώ, πως όλα αυτά τα εννοώ. Πίστεψε με. Αγάπησε με και θα δεις πως όλα άξιζαν τον κόπο.
– Είπα φύγε, ξεκουμπίσου πως το λένε.
Αυτός ο χορός μεταξύ μας θα λήξει εδώ, με εμένα νικήτρια και εσένα με το κεφάλι σκυμμένο ανάμεσα στα πόδια σου. Ούτε ευκαιρία, ούτε δεύτερο βλέμμα. Φύγε.
Το δάχτυλο της δείχνει τον δρόμο πίσω του, εκείνος δειλά την κοιτάζει μια τελευταία φορά. Κοιτάζει τον δρόμο που του δείχνει το χέρι της και έπειτα πάλι εκείνη.
“Αλήθεια σ’ αγαπώ” ψιθυρίζει μέσα από τα δόντια του αυτή τη φορά, με φόβο μην τον ακούσει και τον διώξει πάλι. Δεν θα το άντεχε.
Γυρίζει την πλάτη του, με βήματα βαριά απομακρύνεται από την πόρτα της και τα δάκρυα του κυλάνε στα μάγουλα του.
Αυτό ήταν. Η μουσική τελείωσε, ο χορός σταμάτησε και οι δύο πρώην παρτενέρ τραβήξανε τους δρόμους τους.