Γράφει η Κορίνα Παπαδοπούλου
Πόνος. Ένας πόνος απίστευτα δυνατός σε διαπερνά.
Θέλεις να τον πολεμήσεις, να παλέψεις ενάντια του, μα πλέον δεν μπορείς. Δεν έχεις δυνάμεις. Παραδίδεις λοιπόν την ψυχή σου στα χέρια του. Στην πήρε και φεύγει μακριά.
Προσπαθείς να φωνάξεις μα από το στόμα σου δεν βγαίνει ούτε ψίθυρος. Την ψυχή σου, την πήρε ο πόνος. Το σώμα έχει μείνει πλέον ένα κουφάρι, αδειανό. Σώμα νεκρό, δίχως ζωή.
Ο πόνος σου είναι τόσο μεγάλος που θα μπορούσες να ευχηθείς να μην τον είχες γνωρίσει ποτέ αυτόν τον άνθρωπο. Δεν το κάνεις όμως. Προτιμάς να πονάς απ’το να ξεχάσεις.
Ακόμα κι αν απ’ της λήθης το ποτάμι να σου πρόσφεραν νερό, ακόμα κι αν η ανάγκη σου για να το πιεις ήταν, σαν του διψασμένου στην έρημο εσύ, θα το είχες αρνηθεί. Γιατί θέλεις να θυμάσαι. Θέλεις να θυμάσαι κάθε στιγμή, κάθε λεπτό. Τόσο πολύ αγαπάς.
Εύχεσαι. Εύχεσαι να μπορούσες να ζήσεις ξανά και ξανά όλες τις στιγμές. Χωρίς να τις ξεχωρίσεις σε καλές και σε κακές. Ήταν όλες τους, οι στιγμές σας, κι αυτό από μονό του είναι πολύτιμο.
Πρέπει να προχωρήσεις. Να σηκώσεις το άψυχο πλέον κορμί σου να σκουπίσεις τα δάκρυα σου και να κάνεις ένα βήμα. Το μυαλό προσπαθεί να δώσει τις εντολές αλλά το σώμα σου δεν υπακούει. Δεν κουνιέται καθόλου. Ο πόνος το έχει μουδιάσει.
Αναρωτιέσαι. Πώς θα δώσεις πλέον σε άλλο άνθρωπο ένα σώμα νεκρό; Πως θα μπορέσεις να ξεφύγεις, να νικήσεις τον πόνο; Πως; Δεν μπορείς.
Σε βρήκαν το πρωί. Το σώμα σου ήταν πλέον κρύο, η λάμψη των ματιών σου είχε σβήσει για πάντα. Το μόνο που έμεινε να θυμίζει το χαρούμενο κορίτσι που ήσουν είναι οι μνήμες.
Στο χέρι σου, βρήκαν να κρατάς ένα σημείωμα που έλεγε. “Δεν μπόρεσα να βρω τρόπο να μην τον αγαπώ. Συγχώρεσέ με μάτια μου που δεν φάνηκα δυνατή.”
Έτσι για ακόμη μια φορά μια ψυχή πεθαίνει. Μια ψυχή που άφησε ένα σώμα αδειανό. Μια ψυχή που πάλεψε, πάλεψε πολύ για τον έρωτα, μα δεν ήταν δυνατή. Μια ψυχή που το μοναδικό της λάθος ήταν που αγάπησε δίχως όρια.