Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Αυτή την νύχτα δεν άντεξε άλλο, αυτή την νύχτα δεν φώναξε, σώπασε κι έσπασε!
Καιρό τώρα έκανε υπομονή, ανεχόταν τις προσβολές της, το καθημερινό κούνημα του δακτύλου της, την πάντα κακή ή και αρνητική της διάθεση και τις σχεδόν παρουσίες της.
Καιρό τώρα αυτός έκανε πίσω, την έπαιρνε αγκαλιά στο κρεβάτι όταν πλαγιάζανε κι ας αγκάλιαζε μια πλάτη γυρισμένη, κόλλαγε πάνω της το σώμα του για να την νιώθει κι ας του γρίνιαζε ότι την ενοχλεί και την ξεβολεύει.
“Θα ηρεμήσει”, έλεγε.
“Έχει τα νευρά της”, σκέφτονταν.
“Είναι μια φάση και θα της περάσει”, πίστευε.
“Αύριο θα είναι μια καλύτερη μέρα”, ήλπιζε.
Κι οι ήμερες περνούσαν κι όλα τα αύριο που έρχονταν, ήταν ακριβώς ίδια με τα χθες. Και κάπου κάπου ξεσπούσε, φώναζε, έβριζε, θύμωνε κι έκανε ενέργειες να την ταρακουνήσει, που πάει να πει πως προσπαθούσε.
Μάταιος κόπος όμως!
Αυτή την νύχτα, δεν φώναξε, έμεινε σιωπηλός, ούτε βρισιές, ούτε θυμός, ούτε τίποτα!
Σηκώθηκε όρθιος από τον καναπέ ήσυχα, έφερε τα μάτια του γύρω στον χώρο κι είδε μια άδεια νάιλον τσάντα από σούπερ μάρκετ κάτω στο πάτωμα.
Κόλλησε το βλέμμα του στην τσάντα για λίγα δευτερόλεπτα και θαρρείς πως μιλούσε μαζί της, θαρρείς πως άνοιξε ένα σιωπηλό διάλογο με την άχρωμη κι άψυχη νάιλον τσάντα, θαρρείς πως ήταν το μοναδικό πράγμα εκεί μέσα που είχε ψυχή και που μπορούσε να συνεννοηθεί μαζί του.
Η “γυναικά του” τώρα δεν υπήρχε στον χώρο, είχε γίνει ένα τίποτα, ένα άψυχο κι άυλο υλικό.
Τώρα μέσα στο σαλόνι υπήρχε μόνο αυτός κι η τόσο σημαντική εκείνη την στιγμή τσάντα.
Πήγε κοντά της, έσκυψε και την πήρε στο χέρι του ήρεμα, σχεδόν νωχελικά.
Την άνοιξε, λες κι άνοιγε μια από καιρό πόρτα σφαλισμένη, λες κι άνοιγε ένα από χρόνια ερμητικά κλειστό παράθυρο και μπήκε επιτέλους μέσα το φως κι ο αέρας κι έδιωξε όλη εκείνη την κλεισούρα που τον έπνιγε.
Πέταξε μέσα της όπως όπως δυο τρία εσώρουχα, ένα T-shirt, ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια, τα τσιγάρα του, το κινητό του, κάτι όνειρα κατά δικά του που αιμορραγούσαν και μια νεκρή ελπίδα.
Άρπαξε από το τραπεζάκι τα κλειδιά της μηχανής του και δίχως να κοιτάξει πίσω του, χάθηκε μέσα στην νύχτα.
Γιατί αυτή την νύχτα, δεν άντεξε άλλο!