Γράφει η Σοφία Δημητριάδου
Είμαι καλά, είμαι καλά… με ακούς που σου φωνάζω; Είμαι καλά;
Θέλω κάποιος να με κοιτάξει και να δει το «είμαι καλά», να με νοιώσει.
Θέλω απλώς κάποιος να μου πει, ότι δεν πειράζει που δεν είμαι καλά.
Πνίγομαι από τον ίδιο μου τον εαυτό, από τις δικές μου σκέψεις. Δένομαι με αόρατες αλυσίδες που με σφίγγουν όλο και περισσότερο. Όσο περνάει ο καιρός αρχίζουν να φαίνονται τα σημάδια, όμως δεν θα αφήσω κανέναν να τα δει, πρέπει να τα κρύψω.
Άλλωστε… είμαι καλά.
Αν αγνοήσω όλα τα αρνητικά συναισθήματα που σε τακτά χρονικά διαστήματα έρχονται στην επιφάνεια, θα είμαι καλά. Όμως, το μυστηριώδες αγκάθι που έχει εισχωρήσει στην ζωή μου, με χλευάζει και ξεγλιστράει, σε κάθε προσπάθεια αφαίρεσής του.
Με πληγώνει και δεν το ενδιαφέρει. Με κρατάει δέσμια των καταστάσεων… σε στασιμότητα. Η αντίδρασή μου κάμπτεται με τον καιρό και δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα βρίσκω το κουράγιο, έστω και λίγο, να αντιστέκομαι.
Με αρρωσταίνει η ιδέα όμως της παραίτησης, λυπάμαι τον εαυτό μου που το σκέφτεται.
Υπάρχουν απλά αυτές, οι κάποιες μέρες, ίσως και λίγες παραπάνω, που θέλω να ουρλιάξω.
Αυτές οι μέρες που η σπίθα μου τρεμοπαίζει καθώς δεν βρίσκει επαρκεί καυσόξυλα για να αναζωπυρώσει την φωτιά. Οι μέρες που βάζω το ίδιο προσωπείο, αδιάφορο, συμβατικό απλά κάπως λειτουργικό.
Αυτές τις μέρες θέλω να φωνάξω δυνατά, τόσο δυνατά που να πονέσει ο λαιμός μου,“σώσε με”, όμως ξέρω ότι αν το φωνάξω αυτό θα βυθιστώ ακόμα πιο βαθιά, γιατί θα χάνω τον εαυτό μου. Γιατί πλέον θα έχω ενδώσει σε όλες τις ανασφάλειές μου και θα ξέρω ότι με έχει νικήσει. Αυτό που μπορώ να φωνάξω όμως είναι:
Σώσε με εαυτέ μου, μην με εγκαταλείπεις. Η μάχη, δεν τελείωσε!