Μέχρι να μπορεί να βλέπει την ανατολή και να χαμογελά.
Γράφει η Ελένη Σάββα
Χάζευε την ανατολή του ήλιου και σκεφτόταν, όπως έκανε άλλωστε κάθε ξημέρωμα τις τελευταίες μέρες. Τίποτα δεν μπορούσε να τον μαγέψει τόσο, όσο ο ήλιος που γεννιόταν και ξαναγεννιόταν κάθε πρωί.
Οι αναμνήσεις πλημμύριζαν το μυαλό του κι αυτός τις μετρούσε όλες μία-μία μέχρι να ξημερώσει καλά. Είχε πάντα δίπλα του εκείνο το κουτί με τα σπίρτα που δεν μπορούσε να μετακινήσει.
Κι εκείνο το άδειο βάζο, που έμεινε μήνες χωρίς λουλούδια. Ίσα – ίσα που κατάφερε να αδειάσει το νερό που είχε απομείνει απ’ την τελευταία φορά που κάποια πολύχρωμα λουλούδια φώτιζαν τον χώρο, κι ύστερα το άφησε εκεί.
Δεν ήθελε με τίποτα να αγγίξει ότι του θύμιζε τις αναμνήσεις, κι όμως επέμενε κάθε μέρα να κάθεται να τις αναπολεί και να τις ξαναζεί στο μυαλό του. Επέμενε κάθε μέρα να φέρνει στο νου του σκηνές με την ελπίδα πως κάποτε αυτές δεν θα πονούσαν πια.
Είχε πει ότι δεν θα αγγίξει ξανά ούτε τα σπίρτα ούτε το βάζο μέχρι να μπορεί να βλέπει την ανατολή και να χαμογελά.
Και για κάποιο περίεργο λόγο, αυτό του έδινε θάρρος. Τον έκανε να θέλει να ξυπνάει όλο και πιο νωρίς, να κάθεται στο μπαλκόνι και να απολαμβάνει κάθε λεπτό.
Το ξημέρωμα ήταν πια γι’αυτόν μια τελετουργία, ένας αγώνας και μια ευκαιρία. Μια ευκαιρία να βάλει ξανά λουλούδια στη ζωή του.