Γράφει η Αντζέλικα Θεοφανίδη
Πάρε μία ανάσα κορίτσι μου..
Ή μάλλον πάρε όσες ανάσες χρειαστείς. Οι στιγμές που σου τις έκοψαν ήταν αμέτρητες, ένιωθες να πνίγεσαι από τα δάκρυα που σου πλημμύριζαν τη καρδιά. Δεν ήθελες να πεις λέξη, ούτε καν ψιθυριστή. Προτίμησες να πνίγεσαι μέσα στις καταιγίδες των σκέψεων σου και στις θάλασσες της ψυχής σου.
Να σου πω κάτι όμως. Ήρθε η ώρα να σταματήσεις να βουλιάζεις. Ξεκίνα να κολυμπάς και βγες από τους σκοτεινούς βυθούς. Δεν κάνει να ρίχνεις άγκυρα εκεί.
Ξεκίνα να πηγαίνεις προς το φως. Το δικό σου φως, τη δική σου λάμψη. Αυτή που ξέχασες πως έχεις. Δεν έχει σημασία πότε θα φτάσεις, αρκεί να το βάλεις στόχο. Δεν είσαι εσύ κορίτσι μου για να πνίγεσαι στα δάκρυα, στα γιατί και τα αν. Αυτοί που στα δημιούργησαν, δεν ήξεραν, δεν αναγνώρισαν, δεν προσπάθησαν καν να γευτούν τη φωτεινότητα σου. Ίσως τους τύφλωνε, ίσως τη ζήλεψαν.
Σε πνίγουν τα τόσα ανείπωτα, σε πνίγει η κοροϊδία. Δεν συνειδητοποιήσαν τι σπάνιο πλάσμα είσαι και αυτό είναι δικό τους πρόβλημα και όχι δικό σου. Άσε τους να πιστεύουν ότι αυτοί λάμπουν. Η δική τους λάμψη είναι επιφανειακή. Τη δική σου δεν θα τη φτάσουν ποτέ. Δεν θα βρουν ποτέ τη πηγή της για να κλέψουν λίγη από αυτή. Το χαμόγελο σου, η καλοσύνη σου, τα μάτια σου, πηγές από τις οποίες αντλούν δύναμη και ξεδιψάνε οι άνθρωποι που σε αγαπάνε. Που αντέχουν και μπορούν να σε αγαπάνε.
Μην αφήνεις τη πηγή σου να στερέψει επειδή δεν ήθελαν κάποιοι να πιούν νερό. Πηγές πολλές. Καθαρές όμως είναι λίγες. Φαντάζουν καθαρές, αν κοιτάξεις όμως καλύτερα, αχνοφαίνεται η λάσπη που με τη πρώτη βροχή θα εμφανιστεί.
Γι’ αυτό σου λέω. Προχώρα, περπάτα προς τις ηλιαχτίδες και μη σε νοιάζει. Αυτοί που θέλουν, θα βαδίσουν μαζί σου. Στο φως. Τα λασπόνερα δεν είναι για σένα και το ξέρεις. Μην αφήσεις τις λάσπες τους να βρωμίσουν τη δροσερή σου πηγή. Και να θυμάσαι. Δεν μπορούν όλοι να κολυμπήσουν στις θάλασσες της ψυχής σου. Αγάπα εκεί που ξέρουν να κολυμπούν.