Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Σταμάτησα να σε διεκδικώ.
Όχι επειδή δεν σε θέλω, αλλά από αξιοπρέπεια.
Κουράστηκα να τρέχω και να κυνηγάω την σκιά σου.
Κουράστηκα να σε διεκδικώ και να τρώω να μούτρα μου.
Κουράστηκα να φοβάμαι να σ’ αγαπήσω.
Θέλω επιτέλους να αγαπώ χωρίς φόβο, χωρίς να τρέμω μήπως με παρεξηγήσεις, μήπως με αρνηθείς.
Θέλω επιτέλους να αγαπήσω χωρίς τα όρια που βάζεις κάθε φορά.
Έλεγα παλιότερα ότι σε καθετί που κάνω θέλω να υπάρχει ένα όριο.
Και τώρα αυτό το όριο το μισώ, γιατί δεν μ’ αφήνει να είμαι ο εαυτός μου.
Αυτός που σ’ αγάπησε βαθιά και καταλυτικά.
Αυτός που μόχθησε για να σε πλησιάσει λίγο ακόμη.
Αυτός που φοβάται να σ’ αφήσει, γιατί θα χαθεί μέσα στα πέλαγα της μελαγχολίας.
Αυτός που αρνήθηκε τα πιστεύω του, τις αξίες του και την αξιοπρέπειά του.
Γιατί είναι τόσες οι φορές που με πλήγωσες που απορώ με τον εαυτό μου που ακόμη στέκομαι όρθια και σε ζητώ.
Σε ζητώ όπως ο κάθε διψασμένος το νερό του.
Αλλά σταμάτησα να σε διεκδικώ , γιατί θέλω να δω κι από εσένα αυτό το κάτι που θα με κρατήσει.
Αυτό που θα με κάνει και πάλι να σε αναζητώ.
Πάγωσα τα συναισθήματά μου από αξιοπρέπεια αυτήν την φορά, γιατί δεν θέλω να σε ζητώ και να σε διεκδικώ αν εσύ δεν το θέλεις.
Θέλω να είμαι σίγουρη για το αν τρέφεις έστω κι ένα μικρό συναίσθημα για εμένα.
Θέλω να είμαι σίγουρη για τα θέλω σου.
Δεν θέλω να κυνηγάω ουτοπίες.
Σταμάτησα πια να σε κυνηγάω χωρίς ουσία.
Γιατί στην πραγματικότητα η ουσία για μένα είναι να θέλω πολύ αυτό που κάνω.
Και το ίδιο ζητώ και από εσένα.
Θέλω να θέλεις πολύ αυτό που κάνεις.
Ειδάλλως άστο να πάει, άστο να χαθεί.
Ξέρεις η αξιοπρέπεια είναι μια κυρία περήφανη.
Δεν θέλει να δοκιμάζεται.
Διεκδικεί μόνο ότι είναι σίγουρη ότι την θέλει κι ότι την καταλαβαίνει.
Δεν θέλει να χάνει τον χρόνο και την ουσία της σε τίποτα άλλο.
Γι’ αυτό και φεύγει όταν αισθανθεί ότι δεν την θέλεις, όταν δεν την αγαπάς.
Φεύγει όταν αισθανθεί ψύχος, αδιαφορία και εκμετάλλευση.
Φεύγει ακόμη κι αν από τα μάτια της τρέχει αίμα αντί για δάκρυα.