Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Νομίζω ότι η μαγεία κρατάει όσο κρατάει και η επιθυμία.
Κι εσύ έδειξες γι’ ακόμη μια φορά ότι δεν επιθυμείς.
Αλλά εμένα μου βρέχει το στόμα ένα άφταστο πάθος κι όχι κάτι ανέπαφα χλιαρό και ξεφτισμένο.
Η δική μου αγκαλιά ντύνει την ηδονή με θράσος και γδύνει την τρικυμία με οδύνη. Σαν την κόλαση που γλύφεις και τα δάχτυλά σου, σαν το φιλί μου που αφήνει έναν κρότο πάνω στα χείλη σου.
Γι’ αυτό σου λέω, δεν μπορώ να συμβιβαστώ. Δεν μπορώ να βρέχω το στόμα μου με ψέματα και το κορμί μου με χλιαρές ανάσες. Δεν μπορώ να στέκω στην αγάπη σαν εκλαμψία, σαν δηλητήριο.
Γι’ αυτό και δεν κάνω προσπάθεια πλέον.
Τι να δω, τι να κρατήσω;
Ό,τι και να δω λειψό θα μου φανεί, μισό, αδειανό, χωρίς συναισθήματα.
Κι εγώ με το συναίσθημα είμαι δεμένη.
Χωρίς συναίσθημα ούτε βήμα κάνω, αλλά ούτε και προσπάθεια.
Κι εγώ δεν θέλω να σφάζω τον εαυτό μου, δεν θέλω να τον μετράω με ήττες.
Χαμένοι και οι δυο άλλωστε βγαίνουμε, ο καθένας από διαφορετική οπτική γωνία.
Γι’ αυτό ας το λήξουμε τώρα που είναι νωρίς, που δεν πονάει η ψυχή μας.
Δεν μπορώ άλλη προσπάθεια, με κούρασε η αδιαφορία σου, με κούρασε το θυμικό μου.
Γιατί εγώ θυμάμαι τα πάντα, εσύ ξεχνάς.
Κι εγώ δεν θέλω να με ξεχνούν, θέλω να με θυμούνται με πάθος, με επιθυμία, με θέλω.
Γι’ αυτό και δεν αφήνω τίποτα στην τύχη.
Την τύχη μας εμείς την κάνουμε, εμείς την δημιουργούμε.
Τίποτα δεν είναι τυχαίο.
Είμαστε οι επιλογές μας και μέσα στην δική μου επιλογή πλέον δεν ανήκεις.
Γιατί εκείνον τον έναν που σε άδειασε, μην τον δέχεσαι ποτέ ξανά πίσω.
Μόνο μπροστά πλέον και μόνο με ανθρώπους που αδημονούν ακόμη και στην σκέψη μας