Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Είναι ένα από εκείνα τα βράδια, τα γνωστά, που τα πόδια πατάνε σε βήματα χιλιοπατημένα. Έχουν αφήσει, πια, πίσω τους ξεκάθαρο αποτύπωμα και όλα γίνονται ευκολότερα θα έλεγε κανείς.
Τα ακολουθώ με σιγουριά, δεν κοιτάω καν, ξέρω που θα με βγάλουν όσο κι αν με δυσαρεστεί.
Με περιμένεις εκεί, σε μια άκρη του μυαλού μου σχεδόν σκονισμένη, το φως έχει καεί προ πολλού κι εσύ είσαι ακόμα εκεί.
Φοράς εκείνο το μαύρο μπλουζάκι που σου είχα πάρει δώρο ένα φεγγάρι, και έχεις το χαμόγελο που θα ξεχώριζε μέσα σε χιλιάδες κόσμου.
Να μαι πάλι, λοιπόν, μπροστά σου, έρμαιο των σκέψεων μου, των αναμνήσεων μου, των ευσεβών μου πόθων.
Να πλάθω σενάρια, να ξαναζώ στιγμές που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.
Χαμένη μεταξύ φανταστικού κι αληθινού να προσπαθώ να βγάλω νόημα από την ζωή μου.
Συχνά μου λένε οι φίλοι πως αναλώθηκα, ξοδεύτηκα και έμεινα ρέστη να σε περιμένω ακόμα, μα τίποτα από όλα αυτά που μου καταλογίζουν δεν έγιναν τυχαία, άθελά μου. Ήξερα πολύ καλά που με ξόδεψα και γιατί, που έδωσα και δεν πήρα δράμι πίσω.
Ήξερα και ξέρω και αν είχα πάλι την επιλογή, σε διαβεβαιώ, πως θα έκανα το ίδιο.
Θα τα έπαιζα όλα σε εκείνο το χαμόγελο που μέχρι και τώρα με κάνει να χάνομαι σε σκέψεις.
Θα γέμιζα τις τσέπες, το μυαλό και την καρδιά μου με όσα περισσότερα θα μπορούσα να κρατήσω από εσένα. Θα σου έδινα ξανά τα πάντα, ό, τι ζητούσες κι ό, τι ποθούσες μόνο για να σε βλέπω να χαμογελάς, μόνο για να περνάω λίγο χρόνο μαζί σου.
Ξοδεύτηκα μου λένε και δεν καταλαβαίνουν πως δεν ξοδεύτηκα. Με ξόδεψα, έδωσα όσα είχα για κάτι που ήθελα και άδειασα μέσα σε κάποιον που με “γέμισε” χωρίς να δώσει τίποτα.
Κι αν αυτό θεωρείται βλακεία, ε ας είμαι βλάκας.
Τουλάχιστον, υπήρξα ευτυχισμένος βλάκας. Έστω και για λίγο, έστω και υπό συνθήκες.