Γράφει η Σπυριδούλα Σγουρού
Νοέμβριος, σχεδόν τριάντα χρόνια πριν. Δυο κορίτσια, δυο βαλίτσες και ένα ταξίδι στο όνειρο. Το καλοκαίρι είχε παραμείνει στην ψυχή τους. Πόσο όμορφα είναι τα νιάτα. Ανέμελα βράδια, αυγουστιάτικα φεγγάρια και αυτή η αίσθηση της ελευθερίας, πως μπορείς να ξεπεράσεις όλες τις δυσκολίες στο όνομα του έρωτα.
Ναι ξέρετε γιατί μιλάω. Για αυτόν τον τύπο που σκανταλιάρικα ρίχνει τα βέλη του, κι ας μας τραυματίζει. Αν και αυτό μέσα στη ζωή είναι. Τα κορίτσια μας λοιπόν, γύρω στα είκοσι πρέπει να ήταν, ερωτεύτηκαν. Μα οι καλοκαιρινές αγάπες, χωρίζουν τις ψυχές και θες αυτό που λέμε πεπρωμένο, μοίρα, πείτε το όπως θέλετε έρχεται και τα αλλάζει όλα. Που να το ξέρουν τότε! Τρελές και με αυτή την κινητίρια δύναμη που μόνο ο έρωτας σου δίνει, αποφάσισαν να ταξιδέψουν για να βρούν το άλλο τους μισό!
Μέσα στο αεροπλάνο, χάζευαν τα σύννεφα, αφού και αυτές στον ουρανό πετούσαν. Πρώτη στάση Αθήνα. Εκεί χτύπαγε η καρδιά της μιας. Θα έμεναν μαζί για δυο μέρες και μετά η άλλη, θα έφευγε στο εξωτερικό, για να συναντήσει εκείνον που έκανε τη δική της καρδιά να χτυπάει. Πόσα πράγματα κάνουμε αλήθεια στο όνομα της αγάπης! Ναι έτσι είναι όταν αγαπάς και αγαπιέσαι!
Κι αυτές αγάπησαν και αγαπήθηκαν πολύ! Μόνο που η ζωή είχε άλλα σχέδια για αυτές. Πολλές φορές οι καρδιές χωρίζουν και δεν μαθαίνουν ποτέ το γιατί. Ένα τηλεφώνημα που δεν έγινε όταν έπρεπε, ένα γράμμα που άργησε να έρθει και δεν ανοίχτηκε ποτέ, ένα αναπάντητο γιατί!
Και οι δρόμοι γίνονται παράλληλοι και η ζωή προχωράει για όλους αλλιώς. Μέσα στην καρδιά όμως, παραμένουμε παιδιά και η μνήμη δεν σβήνει. Απλά ο χρόνος κυλάει και εμείς μένουμε να αναρωτιόμαστε, για αυτά που θα μπορούσαν να ήταν αλλιώς. Επειδή οι άνθρωποι που περνούν απ’τη ζωή μας και αφήνουν σημάδια ανεξίτηλα, δεν σταματάμε να τους αγαπάμε και να τους σκεφτόμαστε.
Μάης, τριάντα χρόνια μετά, τα δυο κορίτσια που πια δεν ήταν ανέμελα, με δυο καφέδες στο χέρι, καθισμένες σε ένα τραπεζάκι χαζεύοντας τους περαστικούς, θυμήκαν εκείνο το ταξίδι στο όνειρο. Γέλασαν, βούρκωσαν, είπαν όλα όσα δεν είχαν πει αυτά τα χρόνια.
Κι αυτό που κατάλαβαν και οι δυο, είναι πως φεύγοντας είχαν ξεχάσει να πάρουν την καλύτερη εκδοχή του εαυτού τους πίσω. Την άφησαν πίσω, να αιωρείται στα λευκά σύννεφα, στον ουρανό που είχαν αγκίξει.
Σηκώθηκαν απ’το τραπεζάκι, φόρεσαν τα γυαλιά ηλίου να μην φαίνονται τα βουρκωμένα μάτια τους και με βήμα σταθερό, χάθηκαν στο πλήθος, αφήνοντας στη λήθη αυτό που ήταν κάποτε. Δυο τρελές, με δυο βαλίτσες και ένα όνειρο! Αφιερωμένο..