Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Δεν σε αναζήτησα ποτέ μέσα στους πολλούς.
Σε αναζήτησα μόνο σε στιγμές κι αυτές τις στιγμές κράτησα για να με κρατάνε.
Ένα ξημέρωμα καλοκαιρινό, σ’εκείνο το σημείο που συναντάται το ασυνείδητο με την πραγματικότητα, σου είπα όλα μου τα μυστικά. Σε εμπιστεύτηκα.
Ένα θυμωμένο μεσημέρι με βροχή, πήρα το αυτοκίνητο κι έφυγα χωρίς πολλά λόγια.
Ήταν τόση η οργή που νόμιζα πως ακόμα κι η ανάσα μου θα μπορούσε να σου κάνει κακό.
Κι όσο έτρεχα μακριά, τόσο γύρναγα κοντά σου.
Ναι, δεν ήθελα άλλο να με βλέπεις συγκροτημένη και τακτοποιημένη.
Ήθελα να δεις την οργή και να τα βάλεις μαζί της.
Και το έκανες. Τα έβαλες.
Ήταν τότε που ξέραμε πια, πως είμαστε κι οι δυο αληθινοί.
Λάδι στην φωτιά και καίγαμε τα πάντα μας.
Μια νύχτα κουρασμένοι, ξέπνοοι από την δύσκολη μέρα. Δύσκολη, κουραστική, μια καθημερινή μέσα στις άλλες που δεν είχαμε αντοχές για κουβέντες και αγγίγματα.
Κι όμως, εκείνος ο ύπνος, ήταν ο πιο ερωτικός. Γιατί είχε μέσα του τον έρωτα που γίνεται οικειότητα, αγάπη και στοργή.
Κι όλα εκείνα τα βράδια που εγώ καθισμένη στα πόδια σου γράφω τις λέξεις μου κι εσύ τις δικές σου, εκείνα τα λεπτά μέσα στο χρόνο που κάνουμε «διάλειμμα» μόνο και μόνο για να κοιταχτούμε, να χαμογελάσουμε και να συνεχίσουμε στα πρέπει μας.
Κι ήταν εκείνες οι στιγμές, οι λέξεις οι δικές μας, εκείνες που κανείς δεν θα καταλάβαινε το νόημά τους που μας κράταγαν μαζί. Πιο μαζί, πιο ενωμένους, πιο…
Λένε πως υπάρχει μια γλώσσα που πεθαίνει κάθε που τελειώνει ένας έρωτας.
Είναι η γλώσσα ενός ζευγαριού που αγαπήθηκε τρελά, που ερωτεύτηκε παράφορα.
Τόσο που οι λέξεις έμοιαζαν φτωχές για να πουν όσα ήθελαν κι έφτιαχναν δικές τους.
Ναι. Δικές τους που μπορεί να ακούγονταν σαν των άλλων μα νόημα είχε μόνο γι’αυτούς τους δυο.
Λέξεις που ζουν, μόνο όσο ζει ένας έρωτας. Λέξεις που έχουν νόημα μόνο όσο αυτοί οι δυο, έχουν κάτι να πουν.
Λέξεις που θα ξεψυχήσουν, την στιγμή που αυτοί οι δυο θα έχουν τελειώσει.
Λέξεις που στα χείλη τους ακούγονται αλλιώς. Γιατί μέσα τους, κουβαλάνε την υπόσχεση, την αγωνία, την λαχτάρα, τον έρωτα, το πάθος, τον πόνο, την απελπισία δυο ανθρώπων που ερωτεύτηκαν τόσο που οι λέξεις ήταν φτωχές για να τον περιγράψουν.
ΥΓ. Πάμε.. χοπ χοπ.