Γράφει η Περσεφόνη Χρυσαφίδου.
“Κι αν μπορούσα, θα κρατούσα σ’ένα μαγικό κουτί το πιο σπάνιο πράγμα στον κόσμο, τη δική σου βρεφική μυρωδιά, να μου θυμίζει τι πάει να πει ευτυχία!”
Τι κι αν πέρασαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια! Εγώ θυμάμαι σαν χτες δυο μικρά χεράκια να απλώνονται πάνω μου με δάχτυλα, που μετά βίας ξεκολλούσαν το ένα από το άλλο. Ήταν η πρώτη φορά που σε κράτησα στην αγκαλιά μου και κούμπωσες σαν ένα κομμάτι που έλειπε από το παζλ της ζωής μου. Θυμάμαι να τα στρέφεις προς εμένα αποζητώντας τη σιγουριά σου, κάθε φορά που έκανα να απομακρυνθώ από κοντά σου. Μα τώρα μεγάλωσες πια και τα χέρια σου ζητούν πινέλα για να ζωγραφίσεις δικά σου μονοπάτια και πλαστελίνες για να πλάσεις κόσμους προς εξερεύνηση.
Θυμάμαι τα δύσκολα βράδια, που τα περισσότερα τα πέρασα άυπνη προσπαθώντας να σε ηρεμήσω στην αγκαλιά μου και κοντά σ’εσένα έκλαιγα κι εγώ, γιατί δεν άντεχα να σε βλέπω να πονάς και νόμιζα πως όλα τα κάνω λάθος. Μα τώρα πια μεγάλωσες και τα βράδια μας γέμισαν από γαλήνιες αγκαλιές, εικόνες από όμορφα παραμύθια και “σ’αγαπώ” που δε χορταίνεις να τα ακούς.
Θυμάμαι με απέραντη νοσταλγία και θλίψη τη βρεφική μυρωδιά σου, μία μυρωδιά, που στη σκέψη της και μόνο δακρύζω. Θυμάμαι να αποκοιμιέσαι γλυκά στην αγκαλιά μου και να γεμίζω το “είναι” μου με τη δική σου μυρωδιά, να ανασαίνω και να μη χορταίνω την ανάσα. Μα τώρα μεγάλωσες και κάθε φορά που βγαίνουμε, ψεκάζεσαι με το δικό σου άρωμα και βάζεις και σε μένα λίγο, έτσι για να συνηθίσω το νέο σου άρωμα.
Δε θα ξεχάσω ποτέ τα σχεδόν κόκκινα μαλλιά με τα οποία γεννήθηκες, κάνοντας εμένα και τον μπαμπά σου να σε κοιτάζουμε όλο έκπληξη και θαυμασμό. Θυμάμαι να περικυκλώνουν το γλυκό προσωπάκι σου, να πετάγονται ατημέλητα δεξιά κι αριστερά, ακανόνιστα κι εγώ να σου τα χαϊδεύω απαλά για να ηρεμείς. Μα να, μεγάλωσες και φτάνουν σχεδόν μέχρι τη μέση σου και καθόλου δε μ’αφήνεις να στα πειράξω, μήπως και σου τα χαλάσω.
Θυμάμαι τις προσπάθειες που έκανες για να προφέρεις για πρώτη φορά τη λέξη “μαμά” και τον εκνευρισμό που είχες μέχρι να το καταφέρεις. Είναι ο ομορφότερος τίτλος που έχω κατακτήσει μέχρι σήμερα και ήταν η δική σου μελωδική φωνή που τον έκανε τόσο ξεχωριστό. Μα τώρα πια μεγάλωσες και η λέξη “μαμά” ακούγεται μόνο όταν νιώθεις να απειλείται η ασφάλειά σου, γιατί βρίσκεις πιο διασκεδαστικό να με φωνάζεις με τ’όνομά μου.
Θυμάμαι την ημέρα που έκανες δειλά δειλά τα πρώτα σου βήματα τρέμοντας από φόβο μήπως πέσεις και καταρρεύσει ο κόσμος όλος. Ήμουν εκεί, ακριβώς απέναντί σου, να σε περιμένω με δυο χέρια ανοιχτά, που σε σήκωσαν ψηλά σε μια ατελείωτη στροφή όλο “μπράβο”. Μα τώρα πια μεγάλωσες και τρέχεις να κατακτήσεις τον κόσμο σκορπώντας παντού το γέλιο σου και την ανεμελιά σου. Τα βήματά σου είναι γεμάτα από σιγουριά και όνειρα και έχουν εμένα συνοδοιπόρο για να δίνω μικρές ενέσεις επιβράβευσης κάθε φορά που αμφιβάλλεις.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που σου φώναξα και σοκαρίστηκες από την ένταση της φωνής μου. Θα ήθελα πολύ να τρέξω πίσω στο χρόνο και να διαγράψω εκείνη τη στιγμή, γιατί καθόλου δε σου άξιζε εκείνη η στιγμιαία μαμά. Θα ήθελα, τουλάχιστον, να μπορούσα να διαγράψω από τη μνήμη μου τον τρόπο που με κοίταζαν τα δυο τεράστια μάτια σου, γεμάτα ενοχή και δάκρυα. Σου χρωστάω μία τεράστια συγγνώμη γι’αυτό. Σήμερα πια μεγάλωσες και οι φορές που εσύ με νουθετείς, είναι πολλές περισσότερες από αυτές που εγώ φωνάζω. Ευτυχώς!
Θυμάμαι που προσπαθούσα να σου δείξω πόσο όμορφα είναι να έχεις το δικό σου δωμάτιο, να κοιμάσαι στο δικό σου κρεβάτι, μα επέμενες πως είσαι πολύ μικρή για να μένεις μόνη σου, όταν ακόμη το σωματάκι σου χωράει ολόκληρο στην αγκαλιά μου κι έχεις δυο χέρια να σε σκεπάζουν καλύτερα απ’όλα τα παπλώματα. Πόσο δίκιο είχες, τελικά. Νά’σαι, μεγάλωσες και όλο και πιο σπάνια μ’αφήνεις να μείνω το βράδυ πλάι σου, ν’ακουμπήσω στον ώμο σου και ν’αποκοιμηθώ γλυκά, χωρίς φόβους και σκέψεις.
Μεγάλωσες, μια μέρα, έτσι απλά! Γύρισα να ακούσω κάτι σημαντικό που ήθελες να μου πεις και συνειδητοποίησα πως είσαι πια το κοριτσάκι μου. Μέσα μου θα είσαι πάντα το μωρό μου, που όμως μεγαλώνει και μαζί του παίρνει όλα αυτά τα μωρουδιακά χρόνια. Θυμάμαι πόσες φορές ευχήθηκα να μεγαλώσεις, πόσα πολλά πράγματα μου στέρησε η άγνοια και ο φόβος και ξέρω πως θα έδινα τα πάντα για να τα ζήσω όλα αυτά από την αρχή.
Τώρα πια, μου διηγείσαι εσύ παραμύθια, με κρατάς εσύ από το χέρι για να με οδηγήσεις στις πιο όμορφες κρυψώνες στο κρυφτό, κάνεις τα περισσότερα πράγματα μόνη σου θέλοντας να μου δείξεις τις ικανότητές σου και μ’αγκαλιάζεις για να με βεβαιώσεις πως όλα θα πάνε καλά, όπως πάντα. Μου τραγουδάς τραγούδια που συνθέτεις μόνη για μένα, μου μαθαίνεις να συγχωρώ αληθινά και μου αποδεικνύεις πως άξιζαν όλες οι δυσκολίες, για να γίνεις το παιδί που είσαι σήμερα.
Θυμάμαι και είμαι πολύ τυχερή που ήμουν εκεί σε κάθε πρώτη σου φορά. Οι πρώτες φορές είναι σίγουρα πολύ δύσκολες, μα μέσα τους κρύβουν τα πιο δυνατά και ανεπανάληπτα συναισθήματα. Παίρνω φόρα και οπλίζομαι για τις επόμενες.