Γράφει η Νόνη Διολή
Και κάπως έτσι πέρασαν τα χρόνια. Σήμερα 3 Μαΐου πάνε πέντε χρόνια, πέντε ολόκληρα χρόνια από εκείνο το πρώτο σου μήνυμα. Ακόμα θυμάμαι εκείνες τις τρεις μικρές λεξούλες που στην αρχή αγνόησα επιδεικτικά. Δεν τις έσβηνα όμως, τις άφηνα να κάθονται εκεί. Άνοιγα το μήνυμα, το έκλεινα, το άνοιγα, το έκλεινα.
Απάντησα. Απάντησα μετά από αρκετές ημέρες πιο πολύ γιατί βαριόμουν. Ήταν μια κάπως περίεργη περίοδος τότε στο γραφείο και στη ζωή μου γενικότερα, μια περίοδος α-νόητη για μένα. Βαριόμουν και απάντησα για να περάσει η ώρα στο γραφείο και στη ζωή μου. Απάντησα α-νόητα, χωρίς να μπορώ να προβλέψω τις συνέπειες που θα είχε αυτό το “αποστολή” που πάτησα βαριεστημένα και α-νόητα. Και εσύ απάντησες, σχεδόν αμέσως, λες και ήσουν πάνω από το κινητό και περίμενες να απαντήσω.
—————-
Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα, μήνυμα στο μήνυμα, και ύστερα κουβέντες και γέλια στο τηλέφωνο και η πρώτη μας συνάντηση ένα κυριακάτικο απόγευμα. Συνάντηση μ΄ έναν άγνωστο στην κυριολεξία. Απορούσα με τον εαυτό μου, αναρωτιόμουν, “μα τι κάνω;” έλεγα, “μ’ έναν άγνωστο; και αν είναι κανένας ψυχοπαθής και με σκοτώσει;” Τίποτα όμως δεν με σταμάτησε. Ήρθες, μπήκα στο αυτοκίνητό σου, ανταλλάξαμε το τυπικό “χαίρω πολύ” και ύστερα οδήγησες γρήγορα σ΄ ένα στενό δρομάκι. Σταμάτησες, γύρισες με κοίταξες και μου είπες “είσαι πολύ όμορφη” και ξεκίνησες να με φιλάς, έτσι χωρίς δεύτερη κουβέντα. Στα χείλη και μετά στο λαιμό. Ακόμα δεν έχω ξεχάσει αυτό το φιλί σου στο λαιμό μου, ποτέ κανένας δεν με είχε φιλήσει ως τότε έτσι, ποτέ κανένας δεν πρόκειται να με ξαναφιλήσει έτσι όπως με φίλησες εσύ τότε.
Αναστατώθηκα, είχε ανατριχιάσει όλο μου το σώμα, η καρδιά μου φτερούγιζε τόσο τρελά που νόμιζα ότι θα σκίσει το πουκάμισό μου και θα πεταχτεί έξω, στα χέρια σου, στην αγκαλιά σου. Το μυαλό μου είχε ζαλιστεί τόσο πολύ, αισθανόμουν σαν να είχα πιει ένα μπουκάλι ολόκληρο κατακόκκινο κρασί. Μάζεψα όλες μου τις δυνάμεις και σου είπα ότι πρέπει να φύγω, να επιστρέψω στη δουλειά μου, δούλευα εκείνο το απόγευμα.
Και έφυγα από το αυτοκίνητό σου, πότε όμως από εσένα. Από εκείνη την ημέρα έμεινα μαζί σου για πάντα.
—————-
Συνεχίσαμε να ανταλλάσσουμε καθημερινά χιλιάδες μηνύματα και τηλεφωνήματα και ξανασυναντηθήκαμε και κάναμε έρωτα σα λυσσασμένα αγρίμια. Πότε δεν είχα ξαναζήσει κάτι τέτοιο. Ήσουν θύελλα στην κυριολεξία, μ΄ έπαιρνες με ορμή και με στριφογύριζες σαν κυκλώνας και εγώ αφηνόμουν χωρίς καμία αντίσταση. Δεν είχα ούτε τη δύναμη να σου αντισταθώ, ούτε τη θέληση, ούτε τη διάθεση. Ήσουν έρωτας, κεραυνοβόλος, ανατρεπτικός, συγκλονιστικός.
Είχες ήδη φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή μου. Άλλαξαν τα πάντα μέσα μου. Το μυαλό μου ήταν κολλημένο σ΄ εσένα, το σώμα μου δεν υπήρχε χωρίς τα αγγίγματα σου, τα χείλη μου ξερά χωρίς το φιλί σου. Και έκανα τόσες τρέλες για σένα, ούτε εσύ δεν πίστευες αυτά που έκανα για σένα, ούτε εγώ το πίστευα ότι έκανα όλα αυτά για σένα, Σου έφτιαχνα ταξίδια μακρινά που σ’ άρεσαν τόσο πολύ, σου έγραφα ιστορίες και παραμύθια και εσύ μου ‘λεγες εντυπωσιασμένος ” να γράφεις μωρό μου, να γράφεις να τα διαβάζουν και άλλοι, είσαι καταπληκτική”. Έγραφα και στους τοίχους και στα παγκάκια, παντού το όνομα σου με μια καρδιά και ένα “σ’ αγαπώ” μου. Ζωγράφιζα στην άμμο και τα έβγαζα όλα φωτογραφίες και στα έστελνα. Αυτά και ένα σωρό άλλα ασύλληπτα πράγματα. Βλέπεις για μια ερωτευμένη γυναίκα τίποτα δεν είναι αδύνατο, όλα γίνονται, όλα είναι μηδαμινά μπροστά στη δύναμη του έρωτα.
—————-
Μου το είχες πει από την αρχή, τίμια και αντρικά ότι ήσουν με κάποια άλλη κοπέλα και ήθελες να κάνεις οικογένεια μαζί της. Στην αρχή μου ήταν αδιάφορο, μετά άρχισε να με πονάει που πέρναγες χρόνο μαζί της, που αυτή σε είχε περισσότερο από εμένα. Ένιωθα ότι μου έκλεβε τον χρόνο τον δικό μου μαζί σου. Προσπαθούσα να κάνω τα πάντα για να σε πάρω μακριά της, να την χωρίσεις. Μια μέρα μου είπες ότι θα έκανε τα χαρτιά της να διοριστεί και θα έβαζε και επαρχία αλλά εσύ θα ήθελες να μείνει Αθήνα. Πόνο ένιωσα από τις λέξεις σου αλλά και μια περίεργη ανακούφιση. Άρχισα να προσεύχομαι και να παρακαλάω να φύγει στην επαρχία και εσύ να μείνεις μαζί μου, να είσαι μόνο δικός μου. Τότε ήμουν και σε ισχυρή θέση επαγγελματικά και θα έβαζα κάθε πιθανή μου γνωριμία να τη στείλω επαρχία. Πόσο ηλίθια ήμουν. Στην Αθήνα την βοήθησα να διοριστεί, ήμουν τόσο ερωτευμένη μαζί σου που δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να χάσεις το χαμόγελο σου και να στεναχωρηθείς που θα έφευγε. Και έτσι προτίμησα αντί να πονέσεις εσύ, να πονέσω και πάλι εγώ. Τι να πεις, είπαμε για μια ερωτευμένη γυναίκα τίποτα δεν είναι αδύνατο, η αγάπη εξάλλου λέει μετριέται με ότι απαρνιέται κάνεις για χάρη της και εγώ απαρνήθηκα τον ίδιο μου τον εαυτό για σένα τότε.
—————-
Είχα αρχίσει να γίνομαι πολύ πιεστική μαζί σου, κτητική και απαιτητική. Σε ήθελα μόνο δικό μου, μόνο για μένα. Είχα αρχίσει να τρελαίνομαι, δεν μου έστελνες μήνυμα και πέθαινα, σταμάταγα να αναπνέω μέχρι να ακούσω τον ήχο από το μήνυμα στο κινητό μου. Είχα αρχίσει να τρελαίνομαι και σε πίεζα πολύ, γινόμουν αφόρητη, κακιά, σου μίλαγα άσχημα. Ήθελα να σε αιχμαλωτίσω και μετά να τα παρατήσω όλα και να εξαφανιστώ μαζί σου. Δεν μ ένοιαζε τίποτα, τίποτα απολύτως. Ήμουν έτοιμη να μπουρλωτιάσω και τη ζωή μου και την καριέρα μου για να ζήσω μαζί σου ακόμα και στην Ομόνοια σε χαρτόκουτο. Έτσι ακριβώς στο είχα γράψει, θυμάσαι;.
Ήσουν και εσύ πολύ ερωτευμένος μαζί μου μ’ αγαπούσες πολύ. ” Σε λατρεύω μουτράκι μου” μου έλεγες, “Σ αγαπάω, πρώτη φορά νιώθω έτσι για μια γυναίκα, δεν ξέρω τι είναι αυτό που μου συμβαίνει μαζί σου, δεν θέλω να σε χάσω” μου έγραφες. Και δεν ήταν μόνο ότι μου το έλεγες ή μου το έγραφες ήταν που το ένιωθα στις λέξεις σου, στα χάδια σου, στον έρωτα που μου έκανες και με πήγαινες πραγματικά σε άλλη διάσταση, ένιωθα στην κυριολεξία το σώμα μου ν’ αφήνει τη γη και να αιωρείται μαζί με την ψυχή μου. Ήσουν και εσύ πολύ ερωτευμένος αλλά εγώ σ έδιωχνα με τη συμπεριφορά μου και εσύ πόσο ν’ αντέξεις, άρχισες να απομακρύνεσαι, να ξεμακραίνεις και σιγά σιγά να χάνεσαι.
—————-
Εκείνο το καταραμένο βράδυ σε είδα μαζί της στο θέατρο, δύο σειρές πιο μπροστά από εκεί που καθόμουν εγώ, χαρούμενος να γελάς και να απολαμβάνεις την παράσταση. Περίμενα όλη μέρα για ένα μήνυμα σου και εσύ καθόσουν εκεί ανέμελος μαζί της και διασκέδαζες. Έσπασα, έγινα έξαλλη, έκλαψα, όλο το βράδυ ξαγρύπνησα να δω αν θα μου στείλεις, να δω αν με είχες δει και εσύ. Με είχες δει αλλά δεν έστειλες.
—————-
Το τελευταίο μου μήνυμα σ’ εσένα ήταν ένα σχιζοφρενικό μου παραλήρημα. Είχα χαθεί τελείως. Μου απάντησες ξαφνιασμένος από αυτά που διάβασες αλλά ήρεμα και ευγενικά. Σου ζήτησα συγγνώμη, δεν θα το ξαναέκανα, δε με πίστεψες. Στο είχα κάνει πολλές φορές άλλωστε βλέπεις και εσύ πάντα με συγχωρούσες αλλά εγώ πάντα το ξαναέκανα. Σε ικέτεψα. Τίποτα.
—————-
Λίγες μέρες μετά, τη μέρα των γενεθλίων σου πήγα στον αγαπημένο μας Πειραιά, μπήκα μέσα στο λιμάνι και έριξα ένα μπουκάλι με ένα σημείωμα στη θάλασσα. Δε θα σου πω τι έγραψα μέσα γιατί ξέρω ότι μια μέρα με κάποιο τρόπο αυτό το μπουκάλι θα το βρεις, θα το ανοίξεις και θα διαβάσεις αυτά που σου έχω γράψει.
Θέλω μόνο να ξέρεις-και το ξέρεις- ότι είσαι ο μόνος άντρας που αγάπησα τόσο πολύ, ο μόνος που ερωτεύτηκα τόσο σφόδρα. Ποτέ κανείς άλλος δεν θα υπάρξει. Και ξέρω ότι θα ξαναβρεθούμε σε κάποια άλλη ζωή ίσως. Και εγώ θα σε αναγνωρίσω από το χαμόγελο σου που μου άρεσε τόσο πολύ να φιλάω και εσύ θα μ αναγνωρίσεις από το τατουάζ στο δεξί μου χέρι που το έκανα για σένα και σου άρεσε τόσο πολύ να φιλάς- και αυτό στο είχα γράψει και αυτό στο είχα πει, θυμάσαι;
*Ο Μάιος, είναι ο δικός μας “ιδιαίτερος” μήνας, καθώς γινόμαστε ενός έτους!
Κάθε μέρα μέχρι τις 12 Μαϊου θα υπάρχει ένα ιδιαίτερο Love Letter, από τους συντάκτες μας..
Join the discussion