Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Γύρισε και κοίταξε γύρω της, σε ένα άδειο δωμάτιο, πάνω σε ένα άδειο κρεβάτι καθισμένη.
Έψαχνε να βρει κάτι να χαμογελάσει μα τίποτα δεν έβλεπε. Τα πάντα γύρω της την πονούσαν, μαχαίρια ήταν οι αναμνήσεις και καρφώνονταν με δύναμη στην πλάτη της.
Θυμόταν συχνά, έκλαιγε σπάνια κι ας καιγόντουσαν τα σωθικά της, έπνιγε εκείνον τον λυγμό και χαμογελούσε, τόσο που να μην καταλαβαίνει κανείς πως τίποτα δεν πάει καλά, τόσο που να νομίζουν όλοι πως ζει σε παραμύθι.
Κι αν καμιά φορά τύχαινε να την πάρουν τα κλάματα κρυβόταν. Έσκυβε το κεφάλι, έβαζε γυαλιά και απομακρυνόταν. Σαν ντροπή το ένιωθε το κλάμα. Είχε συνηθίσει να είναι δυνατή και όταν κλαίει δεν το αντέχει. Είχε συνηθίσει να μην δείχνει πως πονάει και προσπαθεί πάντα να κάνει το ίδιο. Μα πολλές φορές δεν είναι εύκολο.
Πολλές φορές θέλει με τα δάκρυα της να πνίξει τα συναισθήματα της, να πνίξει τις σκέψεις που την στεναχωρούν μα κι αυτές που την κάνουν να γελάει. Προσπαθεί με το κλάμα της να πνίξει το παράπονο που την πνίγει τόσο καιρό.
Ακόμα ένα δάκρυ προσπαθεί να δραπετεύσει από την άκρη του ματιού της, μα κι αυτό το πνίγει. Δεν επιτρέπει στον πόνο της να φανεί. Δεν επιτρέπει στον εαυτό της να δείξει αδυναμία. Δεν γίνεται αυτή να κλαίει. Όχι, εκείνη έχει μάθει πάντα να γελάει, ό, τι κι αν συμβαίνει στη ζωή της το χαμόγελο είναι πάντα εκεί, αληθινό ή μη, δεν έχει σημασία.
Πότε επιτέλους θα μπορέσει να αφήσει τον εαυτό της ελεύθερο; Πότε θα επιτρέψει στα δάκρυα της να κυλήσουν στα μάγουλα της και να σβήσουν την φωτιά που καίει μέσα της; Πότε επιτέλους θα επιτρέψει στον εαυτό της να σταματήσει να υποκρίνεται και να δείξει πως δεν είναι καλά;
Και οι σκέψεις συνεχίζουν να βασανίζουν το μυαλό της.
Ξαπλώνει στο κρεβάτι και κοιτάει το ταβάνι. Κλείνει τα μάτια και παίρνει αγκαλιά το μαξιλάρι, χώνοντας το πρόσωπό της μέσα του κι αφήνει μια κραυγή να βγει. Πνιχτή κι αυτή.
Εγκλωβισμένη μέσα σε ένα μαξιλάρι.
Δέσμια των πρέπει και των μη.
Φυλακισμένη των δεν πρέπει και των όχι.
Τελειώνει η ανάσα της, τόση ώρα φώναζε μέσα σ’ αυτό το μαξιλάρι και τώρα το αφήνει έχοντας για μια ακόμα φορά μείνει σιωπηλή.
Κάποια μέρα.
Κάποια στιγμή.
Ίσως κάποιος ακούσει τι έχει να του πει.
Μέχρι τότε, αυτό το μαξιλάρι είναι ο καλύτερος της φίλος!