Γράφει η Αμάντα Παναγιώτου
Κάποτε ήταν ένα χαρούμενο κορίτσι, δεν είχε πολλές απαιτήσεις από τη ζωή της, ήταν ολιγαρκής και αυτή ήταν η φιλοσοφία της.
Μεγαλώνοντας και γνωρίζοντας τους ανθρώπους άρχισε να καταλαβαίνει πως τίποτα δεν ερχόταν αβίαστα.
Συνέχισε να ζει με τη δική της λογική, ποτέ δε πέταξε στα σύννεφα άλλωστε από μια σταλιά φοβόταν τα ύψη.
Δε ρίσκαρε, έριχνε άγκυρες από άξιζε και δεν κυνηγούσε πότε το ανέφικτο.
Άφησε πίσω της το μικρό εκείνο κορίτσι και πήρε τη ζωή στα χέρια της.
Είχε γίνει μια ανεξάρτητη γυναίκα και πάλευε έναντι όλων των εμποδίων, για εκείνη, για τη ζωή της.
Ώσπου μια νύχτα γνώρισε τον έρωτα, αυτόν που έκανε τα μάτια της να λάμπουν σε κάθε κοίταγμα του.
Ένας άντρας που υποσχέθηκε πολλά, κάποιος που τραγουδούσε όρκους αγάπης σαν παραμύθι.
Ένα παραμύθι που δεν είχε τέλος.
Έγινε ευάλωτη, ανεκτική και κατά κάποιο τρόπο εξαρτωμενη από εκείνον.
Ζούσε όμορφα και από όλα όσα είχε καταφέρει στη ζωή της αυτός ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμα της.
Φορούσε παροπιδες και το ευθεία ήταν ο μόνος της προορισμός.
Δεν λοξοδρομησε ποτέ και δε φανταζόταν ότι ο ιδανικός σύντροφος της ζωής της θα έστριβε, θα κρυβόταν σε ένα δρομάκι μη ξέροντας και ο ίδιος που βρίσκεται.
Όμως έφυγε, απλά του πέρασε.
Δεν ένιωθε, δεν την ήθελε πια.
“Μια φούσκα ήταν” της είπε πριν χαθεί και όλες οι φούσκες κάποτε σπάνε.
Έχασε τον εαυτό της, τον είχε χαρίσει καιρό πριν.
Ποτέ δε κατάλαβε, ποτέ δε φανταζόταν ότι ένας τέτοιος πόνος θα τη πλημμύριζε.
Θυμόταν συνέχεια τα φεγγάρια που μέτρησαν μαζί.
Ποτέ ξανά δεν έγινε η ίδια.
Έχασε εμπιστοσύνη, αισιοδοξία, αυτόπεποίθηση.
Ποτέ δε ξέχασε.
Ακόμα την τυρανναει ένα γιατί.
Εμμονικά πια ρίχνει φως σε όλα τα δρομάκια και φαντάζεται σκιές και βήματα.
Θα ξεχασει αλλά θα έχει χάσει πολύτιμο χρόνο.
Και εκείνος έζησε χαμένος και αυτή άδεια.
Σε ψάχνω ακόμα….