Γράφει η Έφη Παναγοπούλου
Θυμάσαι εκείνα τα καλοκαίρια, εκεί γύρω στις 11, που πηγαίναμε εγώ και εσύ στη θάλασσα; Βάζαμε κάτω τις πετσετούλες μας και κοιτάγαμε τον ουρανό. Όταν είχε πολλά αστέρια ενθουσιαζόμασταν και τα μετράγαμε,κι ας μας έλεγαν ότι δεν κάνει να μετράμε τα αστέρια. Εμείς καθόμασταν ώρες και μετράγαμε ατελείωτα αστέρια και κάθε φορά που έπεφτε ένα, όποια το έβλεπε πρώτη έκανε αμέσως μια ευχή. Πάντα η ίδια ευχή, να έχουμε υγεία…
Σιγά σιγά μάθαμε την μικρή και την μεγάλη Άρκτο. Θυμάσαι τη χαρά που κάναμε μόλις βρήσκαμε αυτά τα αστέρια; Μετά βρήκαμε την Πούλια και τον Αυγερινό. Θυμάσαι που σου έλεγα την ιστορία τους; Ήταν δυο αδέλφια, που έγιναν αστέρια για να γλυτώσουν την κακία του κόσμου. Δυο αστέρια μοναχά, πάντα κοντά στο φεγγάρι.
Πάντα σκεφτόμουν ότι οι γενναιόδωρες ψυχές, οι αγνές ψυχές, δεν θα βρουν κακίες στο δρόμο τους και αν βρουν θα θυμούνται πάντα τα αστέρια που κάποτε μέτραγαν. Που να φανταστείς τότε πόσους ενεργειακούς βρυκόλακες βάλαμε εγώ και εσύ στις ζωές μας; Σε πόσους δώσαμε καλαμάκι να μας ρουφήξουν όλο μας το αιμα; Και ξέρεις ποιο είναι το παράδοξο; Τους ευχαριστήσαμε κιόλας, τους βάλαμε στις ζωές μας, τους ανοίξαμε την πόρτα, τους φιλέψαμε το καλύτερο χαμόγελο μας, την ψυχή μας και τους δώσαμε και τροφή από τις σκέψεις και τις ανασφάλειες μας. Τους δώσαμε πατήματα για να μας ρουφήξουν.
Που να το φανταστούμε τότε; Που να φανταστούμε ότι η ζωή δεν είναι στρωμένη με ροδοπέταλα μόνο αλλά και με κάκτους; Και πρέπει να την φυλάμε μόνο για τους λίγους, μόνο για τους εκλεκτούς.
Ξέρεις όμως τι σκέφτομαι; Θέλεις σήμερα να πάρεις την πετσέτα σου και εγώ την δικιά μου και να γυρίσουμε πίσω στην θάλασσα μας; Εγώ και εσύ μόνο, να βρούμε την Πούλια και τον Αυγερινό, να μετρήσουμε αστέρια και όταν πέσει ένα άστερι να ευχηθούμε μαζί αυτή την φορά να έχουμε υγεία και να κλείσουμε την πόρτα στους βρυκόλακες,. Δεν αξίζουν ούτε καν το σάλιο μας.
Θέλεις να πάμε; Όπως παλιά…
Μας περιμένει η Πούλια και ο Αυγερινός, ας μην αργήσουμε!