Γράφει ο Κωνσταντίνος Καρύδης
Ήξερα καλά ότι ήσουν τρελά ερωτευμένη μαζί μου.
Κι εγώ ήμουν.
Αφόρητα.
Τόσο πολύ που σε φοβόμουνα.
Φοβόμουνα ότι όριζες πια κάθε μου σκέψη, κάθε μου ανάσα. Κατάντησα να εξαρτιέμαι από τις λέξεις σου, τη διάθεσή σου, το κορμί σου, τα θέλω σου.
Ή που θα έφευγα μακριά σου ή που θα σε ανάγκαζα να υποταχτείς επιτέλους στη δική μου θέληση.
Άλλος δρόμος δεν υπήρχε για μας.
Δεν το βλέπεις;
Να πάρει ο διάβολος είσαι γυναίκα!
Τι ζητάς επιτέλους από μένα;
Δε σου έφτανε ο πόθος μου;
Δε σου αρκούσε το πάθος μου;
Δε σου ήταν η μεγαλύτερη απόδειξη από όλες, που καμιά άλλη δε μπορούσε να με ξεκολλήσει από σένα, ακόμη κι όταν έπεφτα να κοιμηθώ μαζί της πίσω από την πλάτη σου;
Αλλά όχι, εσύ τα ήθελες όλα.
Να στα πω με λόγια, όπως ακριβώς τα περίμενες.
Να κάνω με πράξεις όλα όσα μου ζήταγες.
Ζήταγες συνέχεια.
Όχι λούσα.
Ούτε διασκεδάσεις, ούτε καν ένα στεφάνι στο κεφάλι σου για σιγουριά.
Εσύ ζητούσες εμένα.
Τα πάντα μου και το πάντα μου σαν να ήμουν γυμνός από λεφτά, θέση, αμάξια, γνωριμίες, αυτοκίνητα.
Δεν ήξερες να ζητάς ότι ζητούσαν οι άλλες.
Γιατί δε μου ζήταγες ότι ζητάνε όλες οι άλλες; Πως τολμούσες να είσαι γενναία, πιο γενναία ακόμη κι από μένα;
Γιατί άντεξες τόσο καιρό;
Γιατί υπέμεινες τους φόβους μου, την αδικία μου, την απιστία μου, τις ελλείψεις μου, την οργή μου;
Από τι διάολο υλικό είσαι φτιαγμένη;
Ποιος σε έφτιαξε;
Γιατί ήρθες στη ζωή μου;
Ποιος θεός με ευεργέτησε με τον έρωτά σου και ποιος δαίμονας με καταράστηκε να σταθώ λίγος στα μάτια σου;
Ήσουν γυναίκα που να σε πάρει!
Όφειλες να στέκεσαι ένα βήμα πίσω μου!
Να είσαι και να φαίνεσαι μικρότερη, λιγότερη, αλλά ποτέ ασήμαντη!
Κι εσύ τα πριφρόνησες όλα, τα γραμμένα και τα άγραφα.
Σαν φωτιά τα κατέκαψες όλα.
Λες και σου είπαν να ορμήσεις με το κεφάλι μέσα στον κίνδυνο και να μη σταθείς πουθενά.
Μ’ ανάγκασες να με δω κατάματα.
Να με μετρήσω.
Να γδάρω το πετσί μου και να βρω κάτω από αυτό την αλήθεια μου.
Σε μίσησα. Σε έδιωξα. Σε στερήθηκα.
Με ανάγκασες.
Γιατί εσύ δεν ήθελες τα μέτρια, τα λίγα, τα συμβατικά.
Σου έριξα το ανάθεμα. Σου είπα λόγια που άλλον θα τον είχαν σκοτώσει.
Σε παράτησα μόνη σου στο σκοτάδι και στη σιωπή.
Άντεξες.
Με άντεξες.
Περίμενες εκεί σαν τη γοργόνα της Κοπεγχάγης ακίνητη, να γυρίσω κάποτε πίσω σ’ εσένα.
Με υποχρέωσες να σε διαλύσω σε μικρά κομμάτια, για να με σώσω.
Κι ύστερα, όταν σε πολέμησα άγρια κι όταν πια νόμισα πως σε είχα νικήσει, όταν ήμουν σίγουρος ότι μ’ ένα νεύμα του χεριού μου, με μια κίνηση, μ’ ένα μου βλέμμα ,θα με υπάκουες τυφλά, εσύ έφυγες.
Έφυγες.
Εσύ που δεν ζούσες χωρίς εμένα.
Που ψάχνω να σου βρω τι δε μου έδωσες και δε βρίσκω κάτι, κάτι να πατήσω πάνω του και να σε βρίσω, να πιαστώ από κει και να πω δεν άξιζε ρε φίλε, ήτανε κάλπικη.
Πήρα κι όλα σου τα ελαττώματα και τα θέριεψα.
Είχα ανάγκη να σε μισήσω.
Να σε καταργήσω.
Να σε ξεχάσω.
Αλλά εσύ δε κυλούσες στο αίμα μου.
Ήσουν το αίμα μου!
Ακόμα κι η μάνα που με γέννησε, δε με είχε αγαπήσει έτσι όπως με αγάπησες εσύ.
Δε με συγχώρεσε όπως εσύ.
Δε με πίστεψε όπως εσύ.
Εσύ, η γυναίκα μου, η μόνη αλήθεια μου.
Θέλησα να σε υποτάξω.
Να φανώ μεγαλύτερος από σένα, σπουδαιότερος.
Ένας γίγαντας με πόδια πήλινα.
Έβαλα τον εγωισμό μου να χτίσει ένα βάρθρο και πήγα και θρονιάστηκα πάνω του κι απαίτησα από σένα να γίνεις μικρή και να σταθείς στα πόδια μου και μα με λιβανίζεις.
Κι εσύ το δέχτηκες.
Όλα τα δέχτηκες.
Όχι γιατί ήσουν μικρή.
Αλλά γιατί η αγάπη σου ήταν μεγάλη.
Κι είχες το θάρρος να το δείξεις.
Τι θες να σου πω τώρα;
Να γυρίσεις πίσω;
Να με πιστέψεις;
Να σου πω πως κατάλαβα;
Δε ντρέπομαι πια, να στα πω.
Μόνο που φοβάμαι πως πλέον δε μπορείς να μ’ ακούσεις.
Έγινες πέτρα.
Εγώ σε έκανα πέτρα.
Εγώ, το κατάφερα αυτό, μόνο εγώ μπορούσα να το πετύχω.
Το μπόρεσα.