Γράφει ο Σάκης Χαλβαντζής.
Όλα γύρω μου “σχοινί” κι εσύ απλώνεις το χέρι σου, να το τραβήξεις κι άλλο.
Κουράστηκα.
Πόσες φορές στο φώναξα και πόσες με αγνόησες, πόσες..
«Κουράστηκααααα»
Τέλος τα δεδομένα. Τέλος ακούς;
Κράτα τα όλα για τη πάρτη σου.
Ο επιμένων δε νίκησε.. ο επιμένων σιχάθηκε μωρό μου.
Σιχάθηκε και τον εαυτό του τον ίδιο.
Εγωισμοί κι ένα σωρό μαλακίες.
Όλοι εγωιστές από κούνια είμαστε, ακούς;
Δήθεν παλεύουμε για το “μαζί” και ξεσκίζουμε ο ένας τη σάρκα του άλλου. Ξεσκίζουμε τις σάρκες μας, αυτό κάνουμε.
Γυρνάμε τον κόσμο ανάποδα, κάνουμε χιλιόμετρα επειδή μας καυλώνει τον εγκέφαλο κι όταν έρθει η ώρα των αποφάσεων, πάνε περίπατο όλα.
Κάνουμε Θεό μας την καύλα κι όταν μας “περάσει”, ψάχνει ο καθένας τα ψήγματα της περηφάνιας του να τα πάρει και να φύγει.
Από τη δήθεν Θεοποίηση, απομυθοποιούμε εν μια νυκτί κάθε αρρωστημένη παράνοια στην οποία έχουμε υπάρξει πρωταγωνιστές. Εκείνο το αδάμαστο πάθος που πάλευε σαν λιοντάρι κάθε διαόλου δαίμονα, τώρα μοιάζει με άκακη σαύρα που τρέχει να κρυφτεί πίσω από δικαιολογίες του κώλου.
Έλα παραδέξου το, έτσι είναι μωρό μου..
Από πρωταγωνιστές γινόμαστε κομπάρσοι. Από τη μία καυχιόμαστε για τα τρανά μας ερωτικά κατορθώματα κι από την άλλη βρίζουμε “τον μπάσταρδο τον έρωτα”.
Δεν είναι ο έρωτας μπάσταρδος, εμείς το ζαλίζουμε το πράγμα. Γουστάρουμε κάλπικες ευτυχίες για να περνάμε τον καιρό μας κι όταν σφίγγει το σχοινί ο καθένας κοιτάζει τον εαυτούλη του. Γίνονται όλα θρύψαλα κι ο έρωτας που πλασάραμε, στους εαυτούς μας πρώτα, μοιάζει τώρα δυσανάλογος, μέτριος και λίγος.
Γι’αυτό φεύγω. Κουράστηκα.
Θα πιάσω τη γωνιά μου και θα βγάλω μια κραυγή εις μνήμην σου, αλλά μέχρι εκεί.
Στο είπα. Στο είπα πάλι.
Ο επιμένων, εκείνος που νικούσε πάντα, τώρα πια σιχάθηκε.
Σιχάθηκε, ακούς;