Γράφει η Κική Γιοβανοπούλου
Τρία χρόνια χωρίς εσένα. Τρία χρόνια, που δεν κοιμάμαι και δεν ξυπνάω δίπλα σου. Τρία χρόνια, που δεν κρατώ το χέρι σου πάνω στο λεβιέ των ταχυτήτων, όπως οδηγείς. Τρία χρόνια, που δεν τραγουδάς φάλτσα και που δεν γελάω μέχρι δακρύων, παρακαλώντας σε να σταματήσεις. Τρία ολόκληρα χρόνια που γίναμε δύο, εσύ κι εγώ.
Τρία χρόνια και ήμουν τόσο σίγουρη, πως είχαν επουλωθεί όλες οι πληγές μου. Ήμουν τόσο σίγουρη, πως είχαν στεγνώσει όλα τα δάκρυα. Πως ο πόνος που ένιωθα έγινε φωτιά κι έκανε στάχτη αισθήματα, αγγίγματα και στιγμές. Ήμουν τόσο σίγουρη, διάολε! Κι όμως… να ‘σαι πάλι εκεί. Μπροστά μου. Τρία χρόνια μετά…
Κι έδωσαν τα μάτια σου πνοή στα μέσα μου κι αναζωπυρώθηκε θαρρείς η φλόγα. Αυτή η μικρή φλόγα, που τρία χρόνια τώρα έπαιζε κρυφτό μέσα στις στάχτες μας. Έμενε εκεί, καλά κρυμμένη και περίμενε υπομονετικά αυτή τη στιγμή. Αυτή τη στιγμή που θα σε δω ξανά να στέκεσαι μπροστά μου.
Και να ‘σαι εκεί. Τρία χρόνια μετά. Τρία χρόνια και απ’ το πρώτο δευτερόλεπτο, που τα μάτια σου κόλλησαν στα δικά μου, ξύπνησαν όλες οι θύμησες. Ξύπνησαν και κόπηκαν θαρρείς τα γόνατά μου, υγράνθηκαν τα μάτια μου κι άρχισε η καρδιά μου να χτυπά πιο γρήγορα. Ξύπνησαν και άρχισαν να περνούν σαν ταινία στο μυαλό μου όλα όσα ζήσαμε. Το πρώτο μας φιλί, το πρώτο πρωινό που ξύπνησα στο πλάι σου, το πρώτο “σ’ αγαπώ” που μου ψιθύρισες… Απομονώθηκαν όλοι οι ήχοι γύρω μου. Εξαφανίστηκαν όλοι όσοι βρίσκονταν κοντά μου. Η ταινία συνέχισε να παίζει στο μυαλό μου κι ήσουν μόνο εσύ εκεί. Εσύ κι εγώ.
Μόνο εσύ κι εγώ κι ήθελα τόσο να πέσω στην αγκαλιά σου! Ήθελα τόσο να μυρίσω το λαιμό σου και να γευτώ τα χείλη σου! Πήγα να κάνω ένα βήμα να σε πλησιάσω κι ένιωσα τα πόδια μου βαριά. Ένιωσα πως ήμουν κολλημένη στο έδαφος κι ήταν αδύνατο να κινηθώ.
Κι ύστερα είδα τα ψέματα που μου έλεγες κοιτώντας με στα μάτια. Είδα το εξαγριωμένο πρόσωπό σου, τα χέρια σου να κινούνται απειλητικά κι ας μην μ’ άγγιξαν ποτέ μ’ αυτό τον τρόπο. Ένιωσα το φόβο και την απόγνωση, που με κυρίευε κάθε φορά που μου φώναζες πως θα έφευγες. Κι άκουσα και το χτύπο της πόρτας. Το δυνατό χτύπο που ακούστηκε, όταν έκλεισες με ορμή την πόρτα, εκείνη την τελευταία φορά που σε είδα, πριν τρία ολόκληρα χρόνια.”The End”…
Ξέρεις κάτι; Όντως έπρεπε να δω ολόκληρη την ταινία στο μυαλό μου. Αν δεν είχε γίνει έτσι, ίσως να μην είχα γυρίσει την πλάτη μου να φύγω… Τελικά δεν χάρηκα καθόλου που σε ξαναείδα τρία ολόκληρα χρόνια μετά…
Join the discussion