Γράφει η Ελένη Σάββα
Χθες βράδυ σε έψαξα πάλι. Μη ρωτήσεις γιατί, απλώς σε έψαχνα.
Σε έψαχνα σε κάτι στενά σοκάκια. Στενά σοκάκια του μυαλού μου. Ολοσκότεινα.
Το μόνο φως που έψαχνα, ήταν εκείνο των ματιών σου. Δεν το έβρισκα και παραπατούσα. Παραπατούσα σε όνειρα ριγμένα κάτω και σε λόγια πεταμένα στα σκουπίδια. Έτρεχαν και κάτι δάκρυα απ’ τα μάτια μου, μα βιαζόμουν να τα σκουπίσω να μην θολώσουν τα μάτια μου και δεν μπορούσα να σε δω αν εμφανιζόσουν.
Έβλεπα και κάτι σκιές πού και πού και ξαφνιαζόμουν πως ήσουν εσύ. Καμιά απ’ αυτές τις γκρίζες σκιές δεν ήταν η δική σου κι εμένα με έπιανε παραπάνω το παράπονο. Πόσες φορές χάρηκα γιατί πίστεψα ότι με πλησίαζες. Πόσες φορές απογοητεύτηκα γιατί τελικά από δίπλα μου περνούσε ένας περαστικός, ένας ξένος.
Κι όσο πιο πολύ περπατούσα, τόσο πιο πολύ ένιωθα να χάνομαι. Τα δρομάκια με τρόμαζαν, με μπέρδευαν, με αναστάτωναν. Κι είχα μια κρυφή ελπίδα πως θα εμφανιζόσουν εσύ από το πουθενά να με πάρεις αγκαλιά και να μου πεις πως θα βρούμε πάλι το δρόμο για πίσω στο σπίτι μαζί. Κι εγώ θα σ’αγκαλιαζα όσο πιο σφιχτά μπορούσα.
Δεν εμφανίστηκες ποτέ. Τον δρόμο τελικά τον βρήκα μόνη, κι όταν επέστρεψα στο σπίτι δεν περίμενα να σε βρω πια πουθενά. Το κινητό μου το άφησα στην άκρη, δεν είχε νόημα πια, κανένα νόημα. Εκείνη τη νύχτα, θυμάμαι να κοιμάμαι πιο ήρεμα από όλες.