Γράφει ο Άρης Γρηγοριάδης
Έγινες γυναίκα μου χωρίς βέρα, χωρίς μονόπετρο, χωρίς καν να σου προτείνω έτσι τυπικά έναν γάμο, κάπου, κάποτε.
Σε ονόμασα “γυναίκα μου”, όταν έπρεπε να μιλήσω για εσένα και καταλάβαινα την απορία των ανθρώπων που με άκουγαν.
Το δεύτερο όνομά μου, “ορκισμένος εργένης” και το τιμώ τόσα χρόνια, ανερυθρίαστα. Και όταν άκουγα αυτό το “και στα δικά σου”, μεταξύ σοβαρού και αστείου, πολλά καντήλια έπεφταν.
Και μπήκες στη ζωή μου. Τα σάρωσες όλα. Τα άγγιξες όλα. Δεν άφησες τίποτα που να μην βάλεις τη σφραγίδα σου.
Δεν αποφασίσαμε πως θα ζήσουμε μαζί. Δεν αποφασίσαμε ποιο είναι το μαξιλάρι σου και ποιο το δικό μου. Ποια είναι η πλευρά σου στο κρεβάτι και ποια η δικιά μου. Ποια είναι η κούπα του καφέ σου και ποια η δικιά μου.
Συγχρονιστήκαμε σε μια ζωή που δεν την διαλέξαμε, μας διάλεξε. Δεν την επιλέξαμε, μας επέλεξε. Δεν τη ζητήσαμε και μας δόθηκε απλόχερα.
Ακόμα κι αυτό το ψοφόγατο που έφερες μαζί σου, κατάφερε και κέρδισε την καρδιά μου (του σκύλου μου όχι, για να τα λέμε κι αυτά).
Δεν ξέρω πότε θα βάλουμε εκείνη τη βέρα, δεν ξέρω πότε θα βρω το δαχτυλίδι που θα λέει την μυστική μας λέξη μέσα του, ξέρω πως ο έρωτας, δεν περνάει από χαρτιά, παπάδες (αχ… γελάω εδώ αλλά εσείς δεν ξέρετε το γιατί), ληξιαρχεία και συμβολαιογραφεία.
Ο δικός μας ο έρωτας, πέρασε από φωτιά κι έγινε ατσάλι. Πέρασε από την φωτιά της καθημερινότητας, και τώρα, δεν μπορεί να τον σπάσει κανείς.
Γυναίκα μου, άνθρωπέ μου, που λέει κι ο μέγιστος Στράτος.