Τι ελπίδα να έχω στο αύριο, αφού με πρόδωσες κι εσύ;
Γράφει η Κική Γιοβανοπούλου
Δεν είχα μάθει ν’ ανοίγομαι εύκολα. Πάντα ήθελα το χρόνο μου με τους ανθρώπους, χρόνο να τους γνωρίσω, να τους καταλάβω, να τους αισθανθώ. Πάντα μου έπαιρνε καιρό ν’ ανοίξω την ψυχή μου, να εμπιστευτώ. Πάντα αργά κι επιφυλακτικά, ήθελα χρόνο να σιγουρευτώ, ήθελα χρόνο να αφεθώ και να χαριστώ ολόκληρη.
Έτσι είναι λέει οι άνθρωποι που έχουν πληγωθεί πολύ. Έτσι είναι οι άνθρωποι που κάποιος, κάπου, κάποτε, τους γκρέμισε τον κόσμο τους και τους λήστεψε τα πάντα τους. Έτσι είναι οι άνθρωποι που μάτωσαν να ξαναχτίσουν απ’ την αρχή, όσα έγιναν βορά σε θηρία, όσα τους άρπαξαν ύπουλα σε κάποιο πλιάτσικο της καρδιάς τους. Έτσι είναι, γιατί τρέμουν μην τους ξανασυμβεί το ίδιο, τρέμουν μήπως ανοίξουν πάλι οι πληγές τους.
Κι ήρθες εσύ κι ήταν το βλέμμα σου καθαρό, ήταν το χαμόγελό σου ζεστό, ήταν τα χέρια σου τρυφερά. Ήρθες εσύ κι έμοιαζες τόσο αλλιώς, τόσο διαφορετικός! Ήρθες κι απλά κι αθόρυβα ξεκλείδωσες όλες τις πόρτες μου.
Ήρθες κι αβίαστα μπήκες μέσα μου και γέμισα από σένα. Έγινες η εξαίρεση στους ανελέητους κι άκαρδους κανόνες αυτού του κόσμου. Έγινες ένας απ’ τους λίγους και σου δόθηκα απόλυτα κι ολοκληρωτικά. Ήρθες κι έγινες κομμάτι μου.
Αλλάζουν οι άνθρωποι, τους αλλάζει ο χρόνος, οι καταστάσεις, οι συνθήκες. Αλλάζουν ή εμείς εθελοτυφλούμε όταν νιώθουμε; Ποιος ξέρει;
Δεν μετάνιωσα. Στιγμή δεν μετάνιωσα που σ’ άφησα ν’ αγγίξεις την ψυχή μου, που σ’ άφησα να δεις τις πληγές μου, που σ’ άφησα να ακουμπήσεις το μέσα μου. Στιγμή δεν μετάνιωσα κι ο χρόνος αν γυρνούσε πίσω, τίποτα δεν θα άλλαζα, δευτερόλεπτο δεν θα ήθελα αλλιώς.
Όλες οι επιλογές μας έχουν συνέπειες και πρέπει να τις αποδεχόμαστε και να τις στηρίζουμε μέχρι το τέλος, μα ένα παράπονο υπάρχει μέσα μου. Ένα παράπονο, ένας μικρό λυγμός. Ένας μικρός λυγμός για τούτο τον ανελέητο κι άκαρδο κόσμο. Γιατί καρδιά μου τι ελπίδα υπάρχει στο αύριο, αφού το μπόρεσες κι εσύ να με προδώσεις;