Γράφει η Αναστασία Κοζίμπα
Τι με κοιτάς ;
Τι προκαλείς να σώσεις;
Όσες ζωές, όσες φορές, όσες στιγμές κι αν ψάξω, εκεί πάντα καταλήγω.
Στην ίδια αρχή, στα ίδια χρόνια, ένας κύκλος που δε θα κλείσει ποτέ.
Μου μάθαν να μιλάω, μα δε μίλησα. Μου έδειξαν τον δρόμο μα έσφιξα από εγωισμό τα μάτια μη τυχόν και ηρεμήσει η ψυχή.
Μην τρέχεις.
Mεγάλωσε η απώλεια, έφτασε μέχρι το στόμα, ανάσα δε βγάζω. Με χέρια λεπρά αλυσίδες φοράει στην σκέψη. Πέρασαν τα χρόνια πάνω από το σώμα μου, γέρασαν τα νιάτα.
Αλήθεια, τι προκαλείς να σώσεις;
Έχουν περάσει πολλοί από εδώ μα δεν άντεξαν.
Τις σιωπές μου δε τις άκουσε κανείς. Κρίμα, διαλόγους κάνανε.
Τους γέλασα.
Τους γλέντησα.
Τους πόνεσα, να μη προλάβουν να μου δώσουν.
Κάθε πρωί τους ζούσα και το βράδυ τους σκότωνα, να μη κοιμίσω καθρέφτες στο κρεβάτι μου και τρομάξω με τον εαυτό μου.
Ίδια είδωλα, πλησίαζα και απομακρυνόμουν.
Τους προλάβαινα σχεδόν, να είμαι ένα βήμα μπροστά. Έτσι γα την ιστορία, για την ανασφάλεια.
Τους έδιωξα ή φύγαν από μόνοι τους;
Έρωτες μεγάλοι, παντοτινοί που αναγκάζουν το πάντα να κρατάει λίγο.
Κορόιδεψα τις ανάγκες τους, ανάγκες μου.
Μπέρδεψα τα χέρια και το μυαλό μου. Λέρωσα συναισθήματα, κανείς δεν έφταιγε.
Τι προκαλείς να σώσεις ;
Σα παιχνίδι το βλέπω πια , μη μείνεις.
Απέναντι μου φιγούρες, δε ξέρω ποιον μου θυμίζουν.
Ήταν τόσοι πολλοί, σα να μην ήταν.
Κάπως έτσι τα ξεκινήματα κουράσανε .
Κάπως έτσι η μοναξιά συνηθίζεται.
Τουλάχιστον κανείς δε σκοτώνεται και δε σκοτώνει.
Ποιος κέρδισε και ποιος χαμένος βγαίνει;
Ανήκω εδώ, όσο κι αν δε θέλω, όσο κι αν με πληγώνει.
Ποιος το διάλεξε;
Όσες ζωές κι αν άργησα. Τώρα πια ξέρω. Τώρα πια αντέχω να μάθω.
Θέλω να φύγω, μα ποιος τσιμέντο στα πόδια μου έριξε.
Θέλω να είμαι. Δεν είμαι.
Αλήθεια, τι προκαλείς να σώσεις!