Γράφει ο Τριστάνος
Το χειρότερο απ’ όλα ήταν, ότι όταν μου έλεγες ψέματα, με κοιτούσες στα μάτια. Μου έλεγες ότι κάνω λάθος και φτιάχνω φανταστικά σενάρια στο μυαλό μου. Η φωνή σου ήταν σταθερή και σίγουρη και ήθελα τόσο να την πιστέψω – και την πίστευα. Την πίστευα διότι δεν μπορούσα να σε χάσω.
Χώριζα τις λέξεις στα δύο και διάλεγα τις καλύτερες. Χαιρόμουν με πράξεις μικρές, που έδιναν παρατάσεις σε ένα έργο που είχε ήδη τελειώσει, διότι ήθελα να το παίξω ξανά. Υποσχέσεις με φανταχτερά χρώματα, που δεν υλοποιήθηκαν ποτέ.
Συμβιβάστηκα με φτηνές δικαιολογίες, ψάχνοντας μια σανίδα σωτηρίας για να κρατήσω όλο αυτό που είχα φτιάξει μέσα στο μυαλό μου. Κρατούσα την ανάσα μου στο παραμύθι σου, διότι ήθελα να φτάσει ως το τέλος – στο “ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα”.
Ίσως δεν έφταιγες εσύ, μπορεί να ήταν ένα από εκείνα τα παιχνίδια της μοίρας, που τόσο έντεχνα ξέρει να παίζει.
Έλεγα ότι θα προσέχω και δεν θα πιστέψω ξανά λόγια και υποσχέσεις. Ότι θα βάζω άμυνες και ασπίδες για να μην πληγωθώ για άλλη μία φορά.
Όμως η καρδιά δεν γνωρίζει από κανόνες και μαθηματικές απαγορεύσεις. Δίδεται απλόχερα όταν βρει τον χτύπο που την τραβάει – αυτόν που είναι το σπίτι της – και δεν κρατάει γραμμές και στρατηγικές.
Νόμιζα ότι είχα βρει το σπίτι μου στην μυρωδιά σου και τον παράδεισο στα μάτια σου. Παρασύρθηκα στην δίνη του έρωτα σου, όπως τα μικρά ξυλαράκια και τα φύλλα τα παρασύρει το ορμητικό ποτάμι.
Έκανα κρυφά σχέδια για το μέλλον και φοβόμουν να τα ομολογήσω σε κανέναν – ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό – μην τύχει και χαθούν, σαν όνειρο από αυτά που σβήνουν όταν ξυπνήσεις το πρωί και αφήνουν μια γλυκόπικρη γεύση στο στόμα.
Για ένα μέλλον που είχε και τους δυο μας μέσα, αγκαλιασμένους να μετρούν χειμώνες και καλοκαίρια, κάνοντας το ταξίδι να είναι πιο εύκολο όταν τα χέρια είναι πιασμένα σφιχτά και οι ψυχές βρίσκουν καταφύγιο η μία μέσα στην άλλη.
Όμως τελικά αποδείχτηκε ότι ήσουν άλλο ένα ψέμα, σαν αυτά που κοροΐδευες και χλεύαζες με ειρωνία, παίζοντας εξαιρετικά το ρόλο σου. “Εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους”, ήταν ο οσκαρικός σου ρόλος.
Όχι, δεν ήσουν σαν τους άλλους, είχες δίκιο τελικά που το έλεγες, διότι ήσουν χειρότερος από τους άλλους!
Όμως δεν πειράζει, τελικά ο χαμένος της υπόθεσης ήσουν εσύ. Διότι εγώ ένιωσα, σε αγάπησα, γέμισα με τον έρωτα σου.
Έφτασα στον ουρανό, ταξίδεψα στα ομορφότερα μέρη και χύθηκε μέσα μου το ζεστό αίμα από ένα ουράνιο τόξο συναισθημάτων.
Εσύ δεν κατάφερες να νιώσεις τίποτα.
Δεν μπόρεσες να αισθανθείς την μαγεία που ξεδιψάει την ψυχή.
Και έτσι θα συνεχίσεις το δρόμο σου, στην καυτή έρημο της ανυπαρξίας, μην μπορώντας ποτέ να ικανοποιήσεις την ακόρεστη δίψα σου.
Λυπάμαι…δεν μπορώ να κάνω κάτι για αυτό – έχασες.
Και δεν μετανιώνω για ό, τι σου έδωσα, απλά στεναχωριέμαι διότι δεν το άξιζες. Το “τίποτα” σου, δεν κατάφερε να γεμίσει μια καρδιά, που τρέφεται μόνο με το “όλα”.