Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Νόμιζα ότι με τον καιρό θα καταλάβαινες.
Θα καταλάβαινες τι άνθρωπος είμαι.
Θα καταλάβαινες με τι πονάω, με τι χαίρομαι.
Θα καταλάβαινες ότι έχω πληγή μέσα μου και δεν θα έβγαζες κι εσύ μαχαίρι να την ξύσεις.
Γελάστηκα λοιπόν και με σένα.
Αν δεν φοβάσαι μην με χάσεις λοιπόν, δεν φοβάμαι κι εγώ μην σε χάσω.
Γιατί στην ουσία δεν σε είχα ποτέ μου.
Όποτε κι αν μπορούσες, όποτε κι αν ήθελες.
Εγώ δεν αποφάσισα ποτέ κι ας σου έδωσα πολλά.
Τα δικά μου συναισθήματα δεν μέτρησαν ποτέ για σένα.
Ήξερες ότι ήμουν πάντα εκεί για σένα και το εκμεταλλευόσουν.
Αλλά κι αυτό που είπες στο τέλος, ”εις το επανιδείν αν και εφόσον το επιθυμώ”, με έκανε να γελάσω πολύ.
Γελάνε και τα πατώματα μωρέ.
Θα μείνει ένα απ’ τα σλόγκαν της ζωής μου.
Ποιος νομίζεις ότι είσαι τελικά;
Δεν σου ζήτησα ποτέ κάτι που δεν θα μπορούσες να μου δώσεις.
Αλλά το να νοιάζεσαι για τον άλλον σημαίνει ότι έχεις ανθρωπιά.
Το να σέβεσαι τον άλλον σημαίνει ότι έχεις αξίες.
Να μην τον ποδοπατάς γνωρίζοντας ότι έχει αισθήματα για εσένα.
Θα έπρεπε να χαίρεσαι που κάποιος σε νοιάζεται, σε θέλει, σε σέβεται, σε εκτιμάει.
Θα έπρεπε να χαίρεσαι που κάποιος σου χαρίζει όμορφες στιγμές.
Αλλά δεν χάρηκες, αντ’ αυτού ποδοπάτησες ότι όμορφο είχαμε νιώσει, ότι όμορφο είχε χαρίσει ο ένας στον άλλον.
Ευτυχώς που έχω και περηφάνεια και ξέρω πότε να βάλω τέλος.
Ξέρω πότε θα πρέπει να αποχωρήσω.
Ξέρω πότε να εξαφανιστώ.
Δεν είναι κακός ο εγωισμός μου παραδόξως, αλλά πως να στο πω αφού δεν μου άφησες περιθώρια.
Σου λέω τέλος και ματώνω.
Σου λέω τέλος και θέλω να ανοίξει η γη να με καταπιεί.
Δεν θέλω άλλη αβεβαιότητα απ’ αυτήν που μου χάρισες απλόχερα.
Θέλω τον σεβασμό μου πλέον και την αξία μου.
Αυτά που δεν μου χάρισες ποτέ σου!