Γράφει η Αναστασία Κοζίμπα
Ταξίδεψα εκείνο το βράδυ για ώρες, ανασφαλής μέχρι που μπορώ να φτάσω· αμφισβήτησα τον ίδιο μου τον εαυτό.
Θυμάμαι εκείνη τη νύχτα, ίσως κράτησε για χρόνια. Λεπτομέρειες που βάρυναν την σκέψη, θα μπορούσα να είχα αφήσει πίσω μα δε το έκανα. Έκρυψα όλες τις εποχές μέσα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα. Δεν είχα ιδέα για τον προορισμό, απλά ήθελα να φύγω. Σαν κάποιος να κυνηγούσε εμένα, ίσως ήθελε να πληγώσει την ηρεμία μου, αν αργούσα. Ίσως άργησα.
Διάλεξα ένα μέρος μέσα στο μυαλό μου , σαν στόχο. Δεν είχα καταλάβει αν ονειρευόμουν ή αν πραγματικά υπήρχε. Έβαλα μπρος το αυτοκίνητο και με κλειστά μάτια ,είδα τόσα πολλά. Ήταν τοπία καθησυχαστικά, έντονα χρώματα σε σημεία ονειρωδώς γαλήνια. Ανάλογα με την πληγή άλλαζε και η εικόνα.
Συναισθηματικά συμπλέγματα που σε εκπλήσσουν όταν τα πλησιάσεις. Αν αντέξεις. Άντεξα παραπάνω από το κανονικό και με άδειασαν σαν άνθρωπο. Μία λανθάνουσα διαδρομή η οποία βρίσκεται βαθιά ριζωμένη στον ανθρώπινο ψυχισμό. Να μας κρατά δεμένους με την παιδική μας ηλικία.
Μελαγχολικά μέρη που αναδύουν γλυκόπικρες γεύσεις στην ψυχή. Αλληγορικές , συμβολικές ανάγκες σε ασύλληπτα απροσμέτρητες περιόδους. Ήταν νύχτα καθ’ όλη την διάρκεια , κάτι που δεν δικαιολογούσε το κρυφτό που έπαιζαν οι αχτίδες του ήλιου με τις φυλλωσιές των δέντρων · αφήνοντας μικρά αναπάντεχα ξέφωτα μέσα στο μυαλό μου.
Από το δεξί παράθυρο της άδειας σου θέσης , άναρχα κτισμένα κάτι μικρά σπίτια εξυπηρετώντας εγωιστικά τα απωθημένα των ενοίκων τους. Απομακρυσμένα το ένα από άλλο λες και επιθυμούν να τραβήξουν την προσοχή του περαστικού που αναγκαστικά κοντοστέκεται να σχολιάσει την συνύπαρξη του χθες με το αύριο .
Είσαι το χθες και το αύριο. Από το παράθυρο του οδηγού ,λες και κόλλησε το φθινόπωρο στο τζάμι· καμένη γη. Μεταφράζοντας την ενδόμυχη εμπειρία της μελαγχολίας μου. Πάνω στον πανικό μου να ξεφύγω από μένα , πάτησα με δύναμη το γκάζι μα το αυτοκίνητο αργό λες και ήθελε να καταλάβω το χάλασμα σου.
Οι μέρες περνούσαν και συνδύαζα το ένα ταξίδι μετά το άλλο για να μην γυρίσω σπίτι. Στιγμές ξεχνούσα ότι μου το πήρες μαζί με το φευγιό σου. Σπίτι μου. Έβρισκα στηρίγματα σε τοπία και ανάλογα με την διάθεση, πορευόμουν. Επικοινωνούσα με περαστικούς χωρίς να δένομαι, χωρίς να εξηγώ. Ήταν αργά όταν κατάλαβα, όσα ταξίδια κι αν κάνω , μπροστά σου σταματάνε.
Ήταν νωρίς όταν δέχτηκα, ότι δε χρειάζεται να κουνηθείς από την θέση σου για να ταξιδέψεις. Αυτά τα ταξίδια να επιλέγεις, που προσθέτουν αντί να αφαιρούν.