Γράφει η Νεφέλη
Είναι μια από εκείνες τις δύσκολες μέρες η σημερινή. Νύχτωσε κι από το πρωί που άνοιξα τα μάτια μου νιώθω να σε κουβαλάω πάνω μου, από το πρώτο μου βήμα, από την πρώτη μου ανάσα.
Προσπαθώ να κάνω το μυαλό να ξεχαστεί, να το ξεγελάσω με κάτι άλλο βρε αδελφέ, αλλά με τίποτα δεν τα καταφέρνω. Αυτό εκεί! Σταθερά κολλημένο στη δική σου σκέψη , στη δική σου απουσία.
Μου παίζει παιχνίδια το μυαλό και μου βάζει ιδέες. Πήγαινε βρες τον μου λέει , ξέρεις που θα τον βρεις, μη φοβάσαι, σε περιμένει.
Κι εγώ αγωνίζομαι, κρατώ το τηλέφωνο στα χέρια, η τρελή επιθυμία να σου μιλήσω με κυριεύει. Στέκομαι μπροστά στην πόρτα, έτοιμη να την ανοίξω και να έρθω να σε βρω.
Πόλεμος μέσα μου! Μάχη σκληρή, αγώνας μεγάλος.
Τίποτα από όλα αυτά δεν έκανα.
Άφησα το τηλέφωνο σε άλλο δωμάτιο, κλείδωσα την πόρτα κι έβγαλα τα κλειδιά από την κλειδαριά και πηγαινοέρχομαι πάνω – κάτω σαν το λιοντάρι στο κλουβί.
Και τώρα εξουθενωμένη, ταλαιπωρημένη και διαλυμένη για μια ακόμη φορά, προσπαθώ να συναρμολογίσω εμένα.
Το κεφάλι πάει να σπάσει από τις σκέψεις και τον πονοκέφαλο.Το σώμα μου πονάει από την αδυναμία, τα μάτια κόκκινα και πρισμένα από το κλάμα με θολή όραση.
Σε λίγο θα έχω εξαντληθεί τελείως και τότε αποκαμωμένη θα κοιμηθώ. Κάθε φορά το ίδιο γίνεται. Το ξέρω δεν είναι η πρώτη φορά.
Σήμερα είναι Κυριακή και τις Κυριακές μας τις περνούσαμε πάντα μαζί. Από τότε που έφυγες, κάθε Κυριακή πεθαίνω!