Γράφει η Στέλλα Γρηγοροπούλου
Ξέρω, σε πάτησαν, σε ρήμαξαν μα εσύ συνέχισες να χαμογελάς, να λες πως δεν πονάς και ας πονούσαν τα πάντα σου.
Ξέρω, σε άφησαν μονάχο να χτυπιέσαι στα κύματα δίχως έλεος, δίχως ένα σωσίβιο έστω και μακριά να σου δίνει μια ελπίδα ζωής.
Ξέρω, σου είπαν πως δεν αξίζεις, πως δεν μπορείς, πως δεν κάνεις για τίποτα μα εσύ έκλεινες τα αυτιά σου.
Σε έβλεπα να αγκομαχάς, να προσπαθείς με όλο σου το είναι, να μην τα παρατάς και ας ήσουν ο ίδιος παρατημένος, μόνος, μέσα σε ένα κυκλώνα δίχως ούτε ένα ίχνος φωτός στο τέλος του.
Ξέρω, πόνεσες, λύγισες, έκλαψες, φώναξες με όλη τη δύναμη που σου είχε απομείνει στις φωνητικές σου χορδές.
Νόμιζες πως δεν ακούγεσαι, πως δεν φαίνεσαι, πως ήσουν ένας παρείσακτος.
Μα ξέρεις;
Μόνο νόμιζες γιατί έτσι σου είχαν πει, έτσι σου είχαν μάθει, πως πρέπει να κρύβεσαι γιατί δεν σε ακούει κανείς, ούτως ή άλλως, πως δεν θα φανείς ποτέ γιατί σε σκέπαζαν εκείνοι, εκείνοι που δήθεν άξιζαν, που δήθεν είχαν βροντερή φωνή και ομορφιά στην όψη.
Ξέρω, περίμενες, περίμενες πολύ, έβαλες τα δυνατά σου και προσπάθησες έως εκεί που άντεχες και ακόμα παραπέρα.
Ξέρω, είπες πως στο τέλος, στο τέλος που θα ορίσεις εσύ, θα φανείς όπως σου πρέπει, όπως θέλεις εσύ, όπως δεν θα περίμενε κανείς.
Ξέρεις;
Σε είδα, σε είδα πιο λαμπερό από ποτέ με εκείνο το βλέμμα το πονηρό, εκείνο το χαμόγελο το γλυκό.
Ξέρω.
Τώρα, ξέρω!