Γράφει η Βίκυ Πλευρίτη
Δεν έχω άλλο ερωτικό γράμμα για να γράψω. Σφράγισαν οι λέξεις, σφραγίστηκε η καρδιά. Κάθε έμπνευση χάθηκε μαζί με τη φυγή σου. Επιτέλους έφυγες και από τη σκέψη μου . Δεν έμεινε τίποτα. Μόνο κελί έρημο και απομονωμένο η καρδιά μου γίνηκε.
Δεν έμεινε καμία ελπίδα. Όλα σφραγίστηκαν μαζί με το λουκέτο. Θα μείνουν όλα μέσα μόνα τους καλά θαμμένα, όπως τους πρέπει! Δεν πρέπει να ξαναβγούν στο φως γιατί θα μολύνουν τον κόσμο από τον πόνο.
Δεν έχω άλλο θυμό εξανεμίστηκε! Πάει και αυτός και ας τον κρατούσα να λυσσομανά για να κρατήσω λίγο ακόμα κάτι από σένα.
Τελείωσαν όλα μαζί τους και γω. Ένα κενό και δίπλα του μια παύση. Είναι και αυτός ο θόρυβος της απόλυτης σιωπής τόσο εκκωφαντικός.
Ζωή μέτρια και συμβιβασμένη. Χαμόγελα που ξεγελούν και δήθεν απόκτηση γνώθι σαυτόν. Πειστική μέχρι αηδίας, ακόμα και το είδωλο στο καθρέφτη και στις selfies πείθω.
Την είχα πάντα την πειθώ στο τσεπάκι, όλοι όσοι πέρασαν το χαν επισημάνει, σαν να τους ενοχλούσε.
Πείθω όλους και τον εαυτό μου την ημέρα. Έλα όμως τα μεσάνυχτα σαν χτυπάει 12 και το ημερολόγιο γυρίζει μέρα και σελίδα. Εκεί μονάχα σαν με δεις εσύ, μπορεί και να τρομάξεις.
Εγώ πάλι αδιάφορα περιμένω πως θα περάσει η ώρα να ‘ρθει να ξημερώσει πάλι.
Με σκότωσες όταν μόλις είχα καταφέρει να επιζήσω από το μεγάλο μου ναυάγιο. Με σκότωσες, μόλις αφού είχα προλάβει να ανασκουμπωθώ .
Ο επόμενος δολοφόνος είναι πιο ύπουλος και επικίνδυνος από τον προηγούμενο.
Είμαι δω τις νύχτες σαν και αυτή που δεν ξημερώνουν tabula rasa. Λευκό χαρτί! Άγραφος πίνακας, δίχως στυλό δίχως χέρι.
Είμαι εδώ τις μέρες γλυπτό με μαεστρία φτιαγμένο, να θαμπώνω τους περαστικούς με το κενό της νύχτας.