Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Έσπασε η ψυχή μου όταν κατάλαβα.
Έσπασε η ψυχή μου όταν κοίταξα.
Γιατί δεν έβλεπα μπροστά μου.
Δεν έβλεπα γενικώς.
Το μόνο που μ’ ενδιέφερε ήταν η καψούρα μου.
Σε καψουρεύτηκα απ’ την πρώτη στιγμή, απ’ τα πρώτα λόγια, απ’ την πρώτη επαφή.
Και συνέχισα τυφλή να σε λαχταρώ.
Συνέχισα σαν τυφλή να σ’ αγγίζω.
Συνέχισα σαν τρελή να σε ποθώ.
Δεν καταλάβαινα ότι σ’ ενδιέφερε μόνο ο εαυτός σου.
Κι αν το είχα καταλάβει, έκανα πως δεν το έβλεπα.
Γιατί στα μάτια σου έβλεπα την ψυχή μου, στα μάτια σου έβλεπα τον πόθο μου.
Γιατί δεν με αφήνεις να σ’ αγαπήσω όπως ξέρω εγώ;
Κάποτε ίσως σου πω, γιατί οι λέξεις μου δακρύζουν όταν πονάνε.
Κάποτε ίσως σου πω γιατί δακρύζω κι εγώ.
Κάποτε ίσως μου πεις κι εσύ τον δικό σου πόνο.
Ίσως τότε να μ’ αγαπήσεις.
Ίσως τότε να σ’ αγαπήσω.
Γιατί ο μόνος τρόπος που πιστεύω ακόμη στην αγάπη, είναι ο τρόπος που αγαπώ εγώ.
Όπου και να πάω χάνομαι αγάπη μου.
Μόνο η αλμύρα της αγκαλιάς σου με ζεσταίνει.
Μόνο η δροσιά του φιλιού με ανασταίνει.
Κάποια στιγμή νόμισα ότι μπορώ να ζήσω μακριά σου.
Μα μόνο στην ιδέα η ψυχή μου μάτωσε.
Και μόνο στην ιδέα ότι μπορεί να σε χάσω σφίχτηκε το είναι μου.
Έρχονται στιγμές που αναζητώ τόσο πολύ την αγκαλιά σου.
Γιατί δεν ξεφεύγεις απ’ την σκέψη μου, δεν φεύγεις απ’ τα μάτια μου, δεν φεύγεις από μέσα μου.
Γι’ αυτό άφησέ με να σ’ αγαπήσω όπως ξέρω εγώ, όπως μόνο εγώ μπορώ να σ’ αγαπώ!