Αγαπημένε μου εαυτέ, σε ευχαριστώ που δεν ξεπουλήθηκες και ας χαρίστηκες!
Γράφει η “Κλεψύδρα”
Νάνι, νάνι και μια κούνια. Και εκεί που περπατούσες, κοίτα πάλι μπουσουλάς.
“Τον αγαπάς το μπαμπά;”
“Τη μαμά;”
Ένας ένας καλό και αθώο πλάσμα, πέρναγε το κατώφλι της μικρής μνήμης και της αιώνιας ψυχής.
“Αλήθεια μωρό μου, σ’αγαπάς;”
Εντυπωσιακό πόσα χρόνια δε διερωτήθηκες .
Από εκεί ναι, τόσο παλιά, ξεκινάει η ιστορία.
Μα άλλαξαν αυτά, όπως αλλάζουν όλα, καθώς τραβάς για μια στιγμή το βλέμμα.
Λοιπόν αγαπημένε μου εαυτέ, σήμερα ήσουν αλλιώς!
Ήσουν χαρούμενος, σε έντυσα και σε έβγαλα βόλτα.
Όχι για να σε δουν, μα για να δεις εσύ, πως όταν η χαρά σου αντιγυρίζει το χαμόγελο είσαι ανίκητος.
Φόρα την καλοσύνη σου στέμμα και προχώρα.
Ξέρω ότι νιώθεις σημαντικός, όταν κάτι καταφέρνεις ή βοηθάς, μα για στάσου!
Τόσες φορές σε ταλαιπώρησα και συ μετά χαμογελούσες!
Tόσες φορές σε έσυρα σε πότισα και σε πλήγωσα περισσότερο απ;o όλους και με συγχώρεσες και να τώρα που τα λέμε.
Έτσι είναι όμως πότε κερδίζεις εσύ και πότε εγώ.
Χάιδεψα πολύ, πολλούς μα δε ζητιανέψαμε.
Μεγάλο πράγμα να μη χρειάζεται να πάρεις.
Μεγάλο θέμα, όπου και αν πας να είσαι γεμάτος.
Δε λέω είσαι λάθος!
Σε τόσα και σε τόσα είσαι λάθος, μα μάθαμε και αυτό να το γελάμε, κοιταζόμαστε βαμμένες για έξοδο και κάνουμε γκριμάτσες.
Δε σε παίρνω σοβαρά έχεις δίκιο!
Κάθε φορά που σε κοιτώ, βλέπω ένα κοριτσάκι πέντε έξι χρονών.
Άνοιξη να μαζεύει λουλούδια και όταν συνειδητοποιεί ότι τα σκότωσε να κλαίει.
Αυτό είσαι κατά βάθος ή κατά λάθος.
Oι μνήμες τις αγάπης δε σβήνουν ούτε με μαχαίρι!
Τα μάτια όσων σε αγαπούν, τα χέρια του έρωτα, ακόμα και η γλυκόπρικη μοναξιά!
Όλα είναι δικά μας, κατά δικά μας.
Τη μέρα, που ο καθρέπτη θα δείξει κάτι άλλο, δε σου υπόσχομαι φρουρού και αρώματα όπως τώρα που το χω ρίξει στο κανάκεμα.
Αγαπημένε μου εαυτέ, σε ευχαριστώ που δεν ξεπουλήθηκες και ας χαρίστηκες.
Αγαπημένε μου εαυτέ, σε αμφισβητώ, έτσι γίνεσαι ξανά πολύτιμος, γιατί σε ανακαλύπτω .