Γιατί σταμάτησες να με αγαπάς εαυτέ μου;
Γράφει η Μαρία Χριστοδούλου
Και είναι και κάποιες στιγμές που ψάχνεις εκείνο το ξεχασμένο κοριτσάκι που το καταχώνιασες στη πιο απόμερη πλευρά της ψυχής σου, το ψάχνεις με μανία, μα εσύ η ίδια φρόντιζες να τρομάζει κάθε φορά που το αναζητάς και αυτό τρέχει πανικόβλητο να κρυφτεί γιατί φοβάται τα άγρια ξεσπάσματα σου, αυτόν τον θυμό που θα πέσει πάλι σαν χείμαρρος επάνω του για να του αποδώσει ευθύνες, αδυναμίες, λάθη και πάθη!
Αυτό το κοριτσάκι ήταν πάντα το εξιλαστήριο θύμα σου, το οποίο στόλιζες με κοσμητικά επίθετα, της χαζής, της τρελής και αλλοπαρμένης! Ντρεπόταν αυτό το κοριτσάκι και έτρεχε να κρυφτεί ξανά από τον άγριο τον λύκο!
Ποιος να ήτανε άραγε αυτός ο λύκος που την τρόμαζε τόσο;
Τι να ήταν άραγε αυτό που κάθε φορά την έδιωχνε όλο και πιο μακριά από την αγαπημένη της φίλη;
Αχ αυτή η αγαπημένη φίλη, που με τα χρόνια την έσπρωχνε όλο και πιο πέρα!
Έτσι το κοριτσάκι πήρε μια μέρα όλο της το θάρρος και αποφασισμένη βροντοφώναξε στην αγαπημένη της φίλη.
– “Γιατί με διώχνεις μακριά, όλο και πιο μακριά σου;”
Η απάντηση, μια δυνατή σιωπή!
– “Μην κάνεις πως δεν με ακούς σε ξαναρωτάω γιατί δεν με αγαπάς πια εαυτέ μου;”
Όταν οι σιωπές είναι αυτές που εξουσιάζουν, πονάνε τόσο.. λες και σχίζουν τα σωθικά με ένα κοφτερό μαχαίρι! Δεν είχε άλλη επιλογή, πήρε εκείνη την κόκκινη γεμάτη χρωματιστές πεταλούδες κουβερτούλα της και σκέφτηκε να κοιμηθεί για πάντα…σκέφτηκε κιόλας να φύγει μα αμέσως άλλαξε γνώμη, δεν θα εγκατέλειπε πότε τη μόνη της φίλη…έστω και αν αυτή δεν την αγαπούσε πια!
Και πέρασαν οι μήνες και πέρασαν τα χρόνια…και ήρθε μια νύχτα….μια νύχτα που μέχρι και τα αστέρια εγκατέλειψαν τον ουρανό και η φίλη θυμήθηκε το ξεχασμένο κοριτσάκι και το αναζήτησε με φωνή όλο δειλία…
– “Κοριτσάκι με ακούς;”
Και τα μάτια του έλαμψαν και έδωσαν φως μέσα στη μαυρίλα της ψυχής και αποκρίθηκε στο κάλεσμα της αγαπημένης της φίλης, χωρίς καμία αναστολή, χωρίς κανένα δισταγμό, μονό με τρεμάμενη φωνή..
– “Σε ακούω εαυτέ μου”
Ο εαυτός πάλι τράπηκε σε φυγή, μα τότε θύμωσε το κοριτσάκι και με φωνή άγριου θεριού ρωτούσε όλο και πιο επίμονα και δεν θα σταματούσε ποτέ αν δεν έπαιρνε απάντηση.
-“Γιατί ;Γιατί ;Γιατί; ”
Κάθε γιατί αντηχούσε σαν ουρλιαχτό μιας πληγωμένης ύαινας μέσα στην ζούγκλα φοβισμένων συναισθημάτων!
Δεν ξεφεύγεις ποτέ από το πείσμα ενός μικρού κοριτσιού, ήρθε η στιγμή να δοθούν απαντήσεις…
Η φίλη έσκυψε το κουρασμένο της κεφάλι, δεν μπορούσε να κρύβετε πια, δεν το ήθελε αυτό το αναθεματισμένο το κρυφτό που μας αποξενώνει από ότι πιο δικό μας, τον ίδιο μας τον εαυτό!
-“Ντρέπομαι κοριτσάκι , ντρέπομαι που σε εγκατέλειψα, ντρέπομαι που πίστευα πως έφταιγες εσύ…ντρέπομαι που σε έθιγα και σε έκρινα κάθε φορά που κάποιος περαστικός αλεξιπτωτιστής άφηνε σημάδια πόνου και προδοσίας στο κορμί και στην ψυχή μου! Ντρέπομαι που έπεισα τον ίδιο μου τον εαυτό πως ευθύνεσαι εσύ που οι παρείσακτοι δεν ξέρουν να αγαπήσουν, ντρέπομαι γιατί έγινα θεριό πανομοιότυπη με εκείνους!
Χωρίς εσένα κοριτσάκι ξέχασα πως είναι να συγχωράς και να ονειρεύεσαι, άφηνα την ψυχή μου εκτεθειμένη στις ανασφάλειες και μνησικακίες των άλλων, βλέπεις κοριτσάκι νόμιζα πως αν ξεχνούσα εσένα θα γινόμουν ίδια με εκείνους, θα ήμουν δυνατή και ισχυρή, μια τίγρης που είναι έτοιμη να μπει στον αγώνα επιβίωσης για το ποιος είναι πιο ασταθής και ανισόρροπος και αυτή η υποτιθέμενη δύναμη με έχει καταντήσει “η δυνατή των αδυνάμων”!
Σε θέλω πίσω κοριτσάκι μου, να μου μάθεις ξανά πως μια πληγή στο γόνατο που τσουρουφλίζει δεν ήταν ποτέ ικανή να σε αποτρέψει από την χαρά του παιχνιδιού σου, σε θέλω πίσω για να θυμηθώ να σηκώνομαι από την πτώση του ποδηλάτου με δύο τρία καυτά δάκρυα κι ύστερα να συνεχίζω την πορεία μου με την ίδια ορμή, σε θέλω πίσω κοριτσάκι και υπόσχομαι θα σε προσέχω και θα σε εκτιμήσω στα αλήθεια αυτή τη φορά, θα σέβομαι το καθαρό σου βλέμμα, την αγνή σου κρίση, σε θέλω πίσω κοριτσάκι γιατί μου λείπει η ξεγνοιασιά και η χαρά σου, σε θέλω πίσω για να ναι η αλήθεια μου δυνατή!
Θέλω πίσω όλα όσα τους άφησαν να μου πάρουν, θέλω πίσω την χαμένη μου αθωότητα!