Γράφει η Κρυσταλλένια Γαβριηλίδου
Ένα καταγώγι και ο Ηemingway να μας κοιτά.
Μας κατασκόπευε κανονικά ο τύπος.
Κάτι τσιγάρα που πάλευαν να μη γίνουν, Jägermeister ποιος ξέρει πόσα -ρε βλάκα απ’ το δικό σου το ποτήρι θα πινα -, μια παλιά μου συμμαθήτρια, κάτι πρώην φαντάσματα και Ζουγανέλη..
Ρε φίλε τι αγκαλιά.
Πάμε στο σήμερα. Πώς είναι να ξυπνάς αλλιώς λοιπόν;
Και το αναρωτιόμουν.
Πώς είναι να ναι το κεφάλι σου άδειο και στον ξύπνιο σου;
Να χεις γεύση από άλλα χείλια.
Αυτά που δε μπορούσαν να κρατηθούν μακριά από τα δικά σου. Πρωτόγνωρα κι όμως γνώριμα.
Τα μη σου να ναι και ο καθρέφτης των θέλω σου.
Κάπου εκεί που χλευάζουν τα ποτέ σου.
Και κεινος..
Αιθεροβάτης σε κάτι ουρανούς δύσβατους, που μοιάζουν ξαστεριές.
Είπες να τσαλακωθώ. Ή μάλλον εγώ το είπα. Σε σένα; Και ξανά.
Και είναι και αυτό το παραμύθι. Πως το πάμε να δεις; Ναι, της ωραίας κοιμωμένης.
Αυτής που κάθε φορά που κοιμόταν ζούσε ζωές άλλες. Εξερευνούσε κόσμους άγνωστους.
Αυτής που όταν ξυπνούσε ήταν σε μια πραγματικότητα άλλη. Ξένη. Και έλειπες. Πάντα μ’ άρεσαν τα παραμύθια αλλά αυτό άρχισε να με στοιχειώνει.
Και κατάντησε δράκος. Το παραμύθι όλο. Και είπες θα τους σκοτώσεις. Και όταν η μέρα ντυθεί πάλι νύχτα τι;
Σε ποια πραγματικότητα θα ξυπνήσω; Που θα σαι;
Υ.Γ. Και όταν πάω να φύγω, αγκαλιά θα με παίρνεις να μ’ επαναφέρνεις..