Ο μοναχικός μονόλογος ενός τρελού κι ερωτευμένου (Μέρος Β)
Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Σκέφτομαι πάλι κάποια λόγια που πονάνε!
Είχες το θράσος να ρωτάς ποιος είμαι εγώ.
Στάσου απέναντι, και θα σου το θυμίσω.
Δεν θα σου πω, αν έχω κάνει αρκετά.
Ποια είσαι εσύ, όμως, στο τέλος θα ρωτήσω!
Έχουμε ξέρεις, μια μεγάλη διαφορά…
Εγώ ονειρεύομαι με ματιά ανοιχτά, και έχω τα όνειρα στην τσέπη φυλαγμένα.
Εγώ δεν έφυγα στου δρόμου τα μισά, ποτέ δεν σκότωσα, δεν πήγα πάρα πέρα.
Εγώ πολέμησα με ξύλινα σπαθιά, μόνος μου τα ‘φτιαχνα και ας έσπαγαν την νύχτα.
Εγώ αλήθειες έχω μέσα στην καρδιά, σε αυτές ανέβαινα και πάλευα την μέρα.
Εσύ;
Εγώ τα λόγια μου, τα κράτησα ψηλά, και στο κάθε ένα του, στεφάνι καταθέτω.
Εγώ δεν πούλησα, ούτε αγόρασα φτηνά, δεν σε αντάλλαξα με χάντρες και καθρέφτες.
Εγώ τα λάθη σου τα έντυσα ζεστά, ήταν δικά σου και τα αγάπησα με πάθος.
Εγώ δεν ζήτησα από σένα σιγουριά, μια βόλτα ζήτησα και ας το έβλεπες για λάθος.
Εσύ;
Εγώ δεν σταύρωσα, δεν κάρφωσα καρφιά, και τους Ιούδες μου, τους έπνιξα έναν έναν.
Εγώ μια θάλασσα την έκανα ναό μου, και στο νησί μας έχω αφήσει την ψυχή μου.
Εγώ, τα καλοκαίρια μας τα πήρα αγκαλιά, σε ένα κουτάκι τα φιλάω με λιβάνι.
Εγώ τις πόρτες μου τις κράτησα κλειστές, και ένα αντικλείδι έχω μόνο εδώ για σένα.
Εσύ;
Εγώ δεν ζήτησα από φίλους συμβουλές, ούτε τους ρώτησα να κρίνουν την ζωή μου.
Εγώ τις φόρεσα, όλες τις φορεσιές, χωρίς να σκέφτομαι αν πρέπει η δεν πρέπει.
Εγώ δεν έβαλα γυαλιά στο πρόσωπο μου, όλα τα δάκρυα στα έδειξα ανοιχτά.
Εγώ με έβγαλα και “έφαγα” βροχές, όμως δεν μπόρεσαν να σβήσουν τις φωτιές μου.
Εσύ;
Εγώ με έκανα βαρκούλα με πανιά, να ανέβεις πάνω, να σε κάνω καπετάνιο.
Εγώ τις γλέντισα όλες τις μοναξιές, με ένα ζεμπέκικο και ένα άσπρο πάτο.
Εγώ τους φόβους μου τους έβαλα φωτιά, στάχτη τους έκανα, μην έρθουν και σε βρούνε.
Εγώ που πόνεσα,, δεν έβγαζα μιλιά, μονός πνιγόμουνα, χωρίς να με βοηθήσεις.
Εσύ;
Εγώ σου χάρισα γαλάζιο ουρανό, αυτά τα σύννεφα δεν είναι από μένα.
Εγώ στον ύπνο μου αγκάλιαζα σιωπές, τα όνειρα σου είχαν γίνει όνειρα μου.
Εγώ δεν το έκανα, δεν έφυγα ποτέ, και ας μου κοβόταν τόσα βράδια η ανάσα.
Εγώ ακόμη σου φωνάζω σ αγαπάω, δεν τις φοβήθηκα τις λέξεις τις μεγάλες.
Με θυμήθηκες τώρα;
Εσύ;
Που είσαι εσύ;
Ποια είσαι εσύ ψυχή μου;