Γράφει η Λιάνα
Κοίμησα το σκυλί μου λες… Και ξαφνικά καταλαβαίνεις πως έφυγε από κοντά σου η πιο αληθινή φίλη που είχες ποτέ. Το μόνο πλάσμα που σε είχε δει σε όλες τις φάσεις της ζωής σου, μα ποτέ δεν σ’ έκρινε. Το μόνο πλάσμα που τελικά ήξερε όλα μα όλα τα μυστικά σου.
Θυμάσαι όλες εκείνες τις στιγμές που όλοι ήταν απόντες, όμως εκείνη καθόταν απέναντι σου και σε άκουγε να μιλάς, σ’ έβλεπε να κλαις κρυφά, σου άπλωνε την πατουσίτσα της, έγλυφε τα δάκρυα σου και αυτόματα σου εξαφάνιζε τον πόνο.
Θυμάσαι το βλέμμα της, εκείνο το βαθύ βλέμμα, που μόνο αυτά τα ευλογημένα πλάσματα έχουν, να σε παρακολουθεί. Και ώρες ώρες να νιώθεις πως μπαίνει στο μυαλό σου κι αφουγκράζεται ό,τι κι αν σου συμβαίνει.
Και κοιτάς γύρω σου, στο σπίτι, βλέπεις τις γωνιές που καθόταν και αισθάνεσαι την απόλυτη απελπισία. Ψάχνεις εκείνη την υγρή μύτη, το απαλό πυκνό τρίχωμα, έστω για λίγα δευτερόλεπτα. Ίσα ίσα να νιώσεις τη ζεστασιά της. Ανοίγεις την πόρτα και περιμένεις να τη δεις μπροστά σου, κουνώντας την ουρά της, έτοιμη να σου δώσει το φιλάκι που της είχες μάθει.
Και καταλαβαίνεις πως αυτή τη ζωούλα που έφυγε, την είχες αναστήσει εσύ. Την είχες μάθει κάθε της βήμα, κάθε της συνήθεια. Ζούσε μέσα από σένα, μαζί με σένα.
Σε μια μικρή ζωή, γιατί αυτό αποφάσισε η μοίρα της, σου χάρισε τόσες αναμνήσεις, όσες δεν έχουν καταφέρει άνθρωποι που είναι δίπλα σου καιρό. Πώς να ξεχάσεις πως υπήρξαν στιγμές που το μόνο που αποζητούσες ήταν αυτή και η ηρεμία της; Πώς να ξεχάσεις πως ήταν το παρεάκι σου, ώρες ολόκληρες; Πώς να ξεχάσεις πως ακόμα και τον θάνατό της στον έδειξε με το βλέμμα της;
Αυτό το κρακ που άκουσες υποσυνείδητα εδώ και μέρες, ξέρεις τι ήταν; Η καρδιά σου που έσπασε λίγο ακόμα. Γιατί γνώριζες πως πλησιάζει η στιγμή που θα κληθείς να πάρεις αυτή την καταραμένη απόφαση. Και τώρα που όλα τέλειωσαν, γράφεις σκόρπιες σκέψεις, ενώ νιώθεις πως είναι δίπλα σου και κοιμάται όπως έκανε έξι χρόνια τώρα. Μέχρι που πιάνεις τον εαυτό σου να της μιλάς, να κοιτάς την ώρα για να πάτε βόλτα ή να ψάχνεις το μπολ της για να της βάλεις φρέσκο νεράκι.
Και τα δάκρυα δεν στερεύουν. Γιατί ήταν το παιδάκι σου, γιατί τελικά ΕΣΥ την είχες περισσότερη ανάγκη. Έβγαλε από μέσα σου μια αγάπη, που δεν ήξερες ότι υπάρχει. Έβγαλε από μέσα σου την προστατευτικότητα και την γαλήνη. Και το ξέρεις πως το πλάσμα αυτό δεν μπορεί να αντικατασταθεί με κανένα άλλο. Γιατί είχε μια μαγεία αλλιώτικη…
Ξωτικό μου, με προετοίμασες καιρό πριν, ήξερες πως θα μ’ αφήσεις. Έμεινες και άντεξες τόσο όσο να είσαι σίγουρη ότι πατάω ξανά στα πόδια μου. Δεν μπορώ να ξεχάσω τη θλίψη στα μάτια σου. Δεν μπορώ να ξεχάσω, ούτε να αντέξω.
Πραγματικά όμως η θέση σου είναι κοντά στο Θεό, να τρέχεις ελεύθερη και να μην πονάς πια. Σε φαντάζομαι να κάνεις όλα όσα, άθελα μου, ίσως σου στέρησα. Ξέρεις όμως πως σε λάτρεψα, πως για μένα ήσουν ισότιμο μέλος μιας οικογένειας. Κι αυτό λίγο με παρηγορεί. Πως έλαβες απλόχερα, όσα μπορούσα να σου δώσω κι ακόμα περισσότερα.
Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω πως θα συνηθίσω την απουσία σου. Αυτό που ξέρω όμως καλά είναι πως θα συναντηθούμε ξανά. Πως θα σ’ αγκαλιάσω σφιχτά, εκεί, στην άλλη διάσταση, που θα βρεθούμε. Πως θα σε ξαναχαϊδέψω, θα σε ξαναφροντίσω, θα σε ξανανιώσω.
Αντίο Μπουμπούκι μου. Τρέξε στον Παράδεισο σου. Μα σε παρακαλώ μη με ξεχνάς. Θα ναι σκληρή και κρύα η καθημερινότητα χωρίς εσένα. Να ‘ρχεσαι που και που στον ύπνο μου, να σ’ αγγίζω στο όνειρο μου. Σ’ αγαπάω τόσο πολύ, που όλα έχουν γίνει πόνος. Αλλά πρέπει να πάψω να κλαίω. Θυμάμαι πόσο σε πείραζε κι ερχόσουν πάντα αθόρυβα να με σταματήσεις.
Αντίο Μπουμπούκι μου, ήσουν στ’ ορκίζομαι ένα από τα πιο όμορφα, αληθινά και ειλικρινή πλάσματα που πέρασαν απ’ τη ζωή μου.
Αντίο παιδάκι μου, σ’ ευχαριστώ που με δίδαξες τόσα πολλά. Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ….
Η μαμά σου
Υ.Γ. Πόσο θα θελα να σ’ έβλεπα ξανά ν’ αρπάζεις κάθε φαγώσιμο κι εγώ να προσπαθώ να προστατευτώ. Ν’ ακούσω το ροχαλητό σου τη νύχτα και το θόρυβο που έκανες όταν ξάπλωνες και τεντωνόσουν. Ψυχή μου όμορφη, εκεί που είσαι τώρα, το ξέρεις θα βρεις όλους τους αγαπημένους μου και την Μπιάνκα μας. Ξέρω πως η κυρά Κούλα θα σε γεμίσει λιχουδιές και αγάπη. Δώσε ένα φιλί, από εκείνα τα δικά σου, σε όλους από μένα και να τους προσέχεις……