Γράφει η Έφη Παναγοπούλου
Πόσες λέξεις μπορούσες να πεις χωρίς νόημα; Πόσες αγκαλιές ήσουν διατεθειμένος να κάνεις, πραγματικές η νοερές; Τέσσερα χέρια κουβάρι, είκοσι δάχτυλα μπλεγμένα. Το ένα σου χέρι στα μαλλιά μου και το άλλο στο πρόσωπο μου. Αυτό είναι ευτυχία!
Πόση αγάπη μπορούσες να δώσεις… Συντροφιά, νοιάξιμο, συναίσθημα. Έτσι είναι η ζωή, να νιώθεις περήφανος για αυτά που αισθάνεσαι. Και εσύ ένιωθες πολύ περήφανος και χορτασμένος από σκέψεις και χαρά. Ήθελες να διασχίσεις το μονοπάτι, ας ήταν γεμάτο λάσπες και πέτρες.
Ήθελες να το διασχίσεις, γνωρίζοντας ότι το βράδυ δεν υπήρχαν λάμπες, δεν υπήρχε φως.
Δεν φοβόσουν τα σκοτάδια μου, όχι δεν τα φοβόσουν τα σκοτάδια μου, σου έδιναν δύναμη. Πόσο περίεργο, εγώ η ίδια φοβόμουν τα σκοτάδια μου. Δεν φοβόσουν τις ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα μου, τα δύσκολα κουμπιά μου. Δεν καταλάβαινες ότι σου έλεγα με κάθε τρόπο να φύγεις. Με όλα τα μέσα που είχα, σε απομάκρυνα. Ούτε τις αλήθειες μου δεν φοβήθηκες. Βλέπεις, οι αλήθειες μου πονάνε. Άλλος τις ονόμασε ίντριγκες, άλλος αγένεια. Εσύ τις ονόμασες ευθύτητα. Τι μεγαλείο, σκέφτηκα. Πόσο σπουδαίο είναι να βρεις ένα τέτοιο άνθρωπο και πόσο μικρό είναι να τον αφήσεις να φύγει.
Γιατί από φόβο δεν είδα τι μου έδινες και από φόβο ήθελα και άλλα. Από φόβο όσα σου έδινα ήταν λίγα. Από φόβο… Από φόβο χάσαμε. Από φόβο μην πληγωθείς. Έτσι φτάσαμε εδώ.
Εσένα τα χέρια σου δεμένα, δεν θες να συνεχίσεις. Κι εγώ; Εγώ θέλω να προχωρήσω μπροστά, να πάω παρακάτω. Από φόβο μην φύγω, από φόβο μην φύγεις εσύ, από φόβο μη κάνουμε βήματα μπροστά κάναμε πίσω και από φόβο ξεκινάμε πάλι. Είδες τι κάνει φίλε μου ο φόβος; Καλό τυπάκι τελικά, δεν σε αφήνει να χάσεις ότι αγαπάς.
Όταν αγαπάς πραγματικά, ο φόβος μπορεί να γίνει ο καλύτερος φίλος σου. Φοβάμαι μη σε χάσω και μένω εδώ. Ο χρόνος και ο φόβος τελικά αν το δεις από την ανάποδη, μπορούν να κάνουν πολύ καλή παρέα. Να φοβάσαι πού και πού. Να φοβάσαι, για να μη χάνεις ανθρώπους που αγαπάς. Είναι η ζωή.