Γράφει η Δήμητρα Γιαννοπούλου
Έφυγα, γιατί δε θα άντεχα να σε δω να φεύγεις.
Σώπασα, γιατί δε θα άντεχα να σε ακούσω να μου λες αντίο.
Γύρισα το βλέμμα μου αλλού, γιατί δε θα άντεχα να σε δω να μη με κοιτάς. Σου είπα πως δε νιώθω τίποτα, για να σε αποτρέψω από το να με προσπαθήσεις να με πονέσεις. Σου είπα πως γελάω, για να μη σκεφτείς ούτε στιγμή πως κλαίω.
Σ’ έδιωξα, γιατί ήθελα να μείνεις. Σ’ ερωτεύτηκα, γιατί ήταν μονόδρομος. Γιατί δε μου άφησες άλλη επολογή. Όλα όσα δε ζήσαμε, αυτά μου λείπουν. Όλα όσα δε σου είπα, αυτά να πιστέψεις. Όλα όσα νιώθω, αυτά με φοβίζουν.
Γι’ αυτό κρύβομαι. Μ’ έκανες να χαμογελάω…
Μου θύμισες πώς είναι να κοιμάσαι και να ξυπνάς με την ίδια σκέψη, με την ίδια λαχτάρα, με τον ίδιο πόθο. Μου θύμισες ποια ήμουν…ποια δε μπορώ να ξαναγίνω. Δε φταις εσύ. Σε ‘σένα δεν καταλογίζω καμιά ευθύνη.
Εσύ τα έκανες όλα σωστά. Τα έκανες όλα, όπως ακριβώς ήθελα.
Εσύ ξεπέρασες τις προσδοκίες μου. Αυτό δεν άντεξα.
Αυτό είμαι ανίκανη να διαχειριστώ τώρα πια.
Εσύ μου θύμισες πώς είναι ο έρωτας…Ο έρωτας που δε μου αξίζει. Άλλωστε, κανένας δειλός δεν τον αξίζει. Ο έρωτας είναι η επιβράβευση όσων τολμούν. Φύγε, λοιπόν. Φύγε, κι άσε με εμένα…