Μυρίζει πάλι γιασεμί κι εγώ δεν χορταίνω να σ’αγαπώ!
Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Σ’έναν απόηχο έζησα, διωγμένη από εμένα κι απ’αυτούς που αγάπησα.
Η φωνή μου δεν σταμάτησε ποτέ, δεν λογάριασε, δεν φοβήθηκε τίποτα.
Σαν ήχος από μακριά κορωμένος.
Μην μιλήσεις, ό,τι πεις θα χρησιμοποιηθεί εναντίον σου.
Μην μιλήσεις, ό,τι λες δεν σ’αντέχει.
Και μίλησε και είπε και δεν ακούστηκε.
Μονάχα κάτι κάργιες από μακριά έκρουαν, ίσα ίσα για να κάνουν απόηχο.
Μην της μιλήσεις ποτέ, δεν αντέχει να αλλάξει τον ήχο της, δεν θυμάται τους παλιούς συρμούς.
Με μια φωνή σαν χάδι που αποπνέει λυγμούς.
Εκείνη με τον διαφορετικό ήχο που δεν ακούστηκε ποτές. Θα γεμίσω σιωπή στις λέξεις μου, γιατί πονάνε όταν μιλάνε, πονάνε όταν φωνάζουν.
Κάπου χάνομαι στην διαδρομή και κάπου ξαναμαζεύομαι.
Είναι που μεγάλωσα και τα περνάω όλα από μια ζυγαριά. Δεν ήμουν έτσι.
Ήμουν αυθόρμητη, ήμουν παρορμητική και τώρα από φόβο κουμπώνομαι και σφίγγομαι.
Μα η ουσία δεν είναι να αγαπάμε και να αγαπιόμαστε;
Γιατί να μην μπορώ να εκφράσω ελεύθερα ό,τι αισθάνομαι; Γιατί να φοβάμαι το τι θα σκεφτεί ο άλλος;
Να φοβάμαι μην τρομάξει και φύγει; Αν θέλει να φύγει είναι ελεύθερος, όπως ήταν πάντα δηλαδή. Αλλά..
Σου κράτησα φυλαχτό μια στάλα να πιεις αλμύρα απ’την θάλασσα.
Σπάσανε τα βήματά μου κομμάτια στα λίγα τετραγωνικά της ανάσας σου και το γαμώτο μου, ζωγράφισε φεγγάρια που πήραν την μορφή σου.
Βρίσκομαι δίπλα σου και χάνομαι σ’ένα σκοτάδι πειραγμένο δίχως κανόνες, καθώς γίνεσαι ξεκούρδιστος χρόνος.
Εκεί να με ψάξεις, σ’εκείνο το λακκάκι στο λαιμό σου.
Ένα κομμάτι συννεφιά πήρα απ’το όνειρό σου κι όλο το βράδυ πάλευα να το μπαλώσω, με λίγο σαστισμένο μπλε από τον ουρανό μου και το γαλάζιο της θάλασσας των ματιών σου.
Έλα να γεμίσουμε με αγάπη τους δρόμους της ζωής μας.
Έλα να φυτέψουμε λουλούδια στην ανάγκη μας, αυτήν που περισσεύει απ’τον πόθο μας.
Έλα να αναστήσω την φωνή σου και να απλώσω στα χέρια σου την αγάπη μου.
Μυρίζει πάλι γιασεμί κι εγώ δεν χορταίνω να σ’αγαπώ!