Γράφει η Μαρία Κυπραίου
Αλήθεια, εσύ έχεις θεωρήσει ποτέ κάποιον δεδομένο; Να μην τον υπολογίζεις, να περνάει μόνο το δικό σου; Να τον έχεις ευνουχισμένο; Έχεις πατήσει ποτέ στην πλάτη του άλλου, για να τον μειώσεις;
Λοιπόν.. εγώ το έκανα και δε ντρέπομαι να το παραδεχτώ. Όλα ξεκίνησαν, όταν σε μια σχέση μου ήμουν εγώ η δεδομένη. Αυτή που, έλα μωρέ, εδώ θα είναι πάντα. Αυτή, που κέρατο κι αν έτρωγε, στη θέση της ήταν πάντα. Αυτή που ότι και αν γινόταν, έμενε και προσπαθούσε, όταν ο άλλος διέλυε ότι είχε φτιαχτεί.
Μέχρι που το δεδομένο ξαφνικά ανακοίνωσε, πως θα έφευγε οριστικά. Ποιος όμως θα πιστέψει τη φυγή σου, όταν ξέρει πως θα είσαι πάντα εκεί; Έτσι και εκείνος δεν με πίστεψε και θεώρησε πως θα ξαναγυρίσω.
Και οι μέρες κυλάγανε, και τηλέφωνο δεν έπαιρνα, και μηνύματα δεν απάνταγα, και τηλέφωνα δεν σήκωνα. Εκεί όμως να σε έχω, έξω από το σπίτι με λουλούδια, τραγούδια και γύρνα σε παρακαλώ. Όταν το δεδομένο παύει να είναι δεδομένο, τότε εκτιμάται.
Η ζωή προχωράει, μόνο που δεν ήξερα ότι η πληγή του δεδομένου θα με κάνει να χτυπήσω με τον ίδιο τρόπο έναν άνθρωπο που εν τέλει αποτελεί κομμάτι της ζωής μου. Ποιος θα μου έλεγε ότι θα έκανα όσα μου κάνανε; Αλλα έτσι είναι η ζωή, ό,τι δίνεις παίρνεις.
Ευτυχώς όταν συνειδητοποίησα τι έκανα, δεν ήταν και πολύ αργά. Ξύπνησα λίγο απότομα και κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια για να επαναφέρω την τάξη, πρώτα στον εαυτό μου και μετά στη σχέση μου. Έπρεπε κάτι να κάνω, να προλάβω το κακό που θα γινότανε. Γιατί όπως έφυγα εγώ, θα έφευγε και εκείνος.
Με πολύ κόπο και προσπάθεια έφτιαξα από την αρχή τη σχέση μου. Και ήμουν από τις τυχερές, γιατί όταν ο άνθρωπός μου είδε πως προσπαθώ, με βοήθησε ακόμα περισσότερο. Πλέον τον θεωρώ άντρα του σπιτιού και του το δείχνω. Παίρνει πρωτοβουλίες, κάτι που δεν έκανε πριν και έχει άποψη. Δεν περνάει πια μόνο το δικό μου, έχει βούληση και ζωή μέσα στη σχέση μας.
Ο καθένας μπορεί να αλλάξει τη ζωή του και τη σχέση του, αρκεί πάντα να το θέλει. Σεβάσου εκείνον που στέκεται δίπλα σου και μην τον θεωρείς δεδομένο.
“Το ξέραμε πως κάποιοι ανθρωποι δεν άξιζαν παραπάνω. Απλά δεθήκαμε γιατί πιστευάμε πως αξίζαμε εμείς λιγότερα.”
Α. Παπαδιαμαντης