Γράφει ο Άγγελος Μοναχικός
Μαζεύω εικόνες καθαρίζοντας τις σκέψεις μου και βρήκα μια σκονισμένη μας φωτογραφία.
Την είχαμε βγάλει στον παλιό μύλο δίπλα στο ποτάμι πάνω στη γέφυρα.
Είχες κόψει τα μακριά μαλλιά σου και ήσουν πολύ στεναχωρημένη κι εγώ σου έλεγα βλακείες να ξεχαστείς ενώ αναμασούσες τις ίδιες λέξεις ρωτώντας με, χαλιά είμαι ε;
Κι εγώ γελούσα πειράζοντας σε.
Πώς έγινες έτσι ρε γαμώτο σου είχα πει, κι εσύ με χτυπούσες γροθιές στο στήθος φωνάζοντας σταματά.
Πόσο όμορφη ήσουν;
Κι αυτή η αλλαγή φώτιζε όλο το πρόσωπο σου, το χαμόγελο σου σκέπαζε κάθε εικόνα γύρω μας κι όσο εσυ πείσμωνες στα πειράγματά μου, τόσο πιο πολύ με μάγευες φυλακίζοντας όλα μου τα συναισθήματα.
Αυτή η ματιά σου σαν αστραπή στο βραδινό του Αυγούστου λαμποκοπούσε στον κατασκότεινο Δεκέμβρη μου κι εσύ σκέπαζες τα μαλλιά με τα χέρια σου, νομίζοντας ότι δεν μου άρεσαν.
Δεν σκεπάζεται η αγάπη που σου έχω ελεγα και σε κυνηγούσα στην όχθη του ποταμού.
Σε έφερα εμπρός μου, σου κατέβασα τα χέρια από το κεφάλι και χαΐδευα τα πανέμορφα μαλλάκια σου, τι ομορφιά Θεέ μου, έμοιαζα σαν θάλασσα κι εσύ ο ήλιος που βυθίζονταν μέσα μου κι ο χρόνος παγωμένος σ’ εμάς.
Σε πήρα από το χέρι και περπατούσαμε πάνω στη γέφυρα, ένιωθα λες και ισορροπούσαμε στη ράχη του ουράνιου τόξου, θυμάσαι που στο είπα;
Κι εσύ με κοροΐδευες γιατί είχα υψοφοβιά, που να ξέρες ότι εκείνη την στιγμή ο μόνος φόβος μου ήταν να μην σε χάσω.
Έλα είπες βγάλε μας μια φωτογραφία να την κοιτάμε μετά από χρόνια και να γελάμε.
Κι εγώ να ξέρω ότι μαζί δεν θα την ξαναδούμε.
Κι έμεινα με την εικόνα σου χαραγμένη μέσα μου.
Αρνητικά καρέ ανεξίτηλα στον πόνο.
Τα άφησες τελικά πάλι να μακρύνουν;