Τώρα ο καθένας στη ζωή του, και οι δυο μας στη σιωπή
Γράφει η Γεώρα
Χαθήκαμε. Λίγο άδοξα θεωρώ.
Βυθιστήκαμε τόσο πολύ στις ζωές μας, που ξεχάσαμε εκείνη την κοινή ζωή που κάποτε είχαμε. Σβήσαμε γρήγορα και νευρικά μνήμες και στιγμές, λες και ήταν φωτογραφίες στο κινητό, που μας έπιαναν χώρο και θέλαμε να απελευθερώσουμε την μνήμη για να τραβήξουμε άλλες, καινούργιες! Μόνο που ξεχάσαμε κάτι κοινό που είχαμε. Βασικά όχι, δεν ξεχάσαμε, δεν είναι αυτή η σωστή λέξη. Χάνει λίγο το νόημα. Προσπεράσαμε καλύτερα ή παραλείψαμε εκείνο το όμορφο που ζήσαμε από κοινού.
Συνέχισες τη ζωή σου. Και εγώ τη δική μου. Πόνεσε στην αρχή. Αλλαγή σε όλα. Λογικό. Το αποδεχτήκαμε σιωπηλά! Σαν κάτι το φυσιολογικό. Συνέχισες εσύ. Συνέχισα και εγώ! Δεν ξέρω για που. Ίσως για κάτι καλύτερο. Έτσι θέλαμε να ελπίζουμε. Ήταν η σανίδα της σωτηρίας μας. Εκείνο το καλύτερο που κοτσάραμε μπροστά μας να μας καθοδηγεί.
Δεν ξέρω πολλά για την ζωή σου. Ούτε και εσύ για την δική μου. Συνήθως αποφεύγω να ρωτάω και όποτε έρχεται η κουβέντα για σένα την κόβω. Το ίδιο και εσύ. Ξέρω ωστόσο πως είσαι καλά. Περνάς τα ζόρια σου, μα τα καταφέρνεις.
Εκείνο το δεν ξέρω πολλά για την ζωή σου, είναι τόσο γενικό και αόριστο. Τόσο φθηνό και κρύο. Εγώ να μην ξέρω για σένα; Και εσύ να μην ξέρεις για μένα ; Που γνώριζα το κάθε εκατοστό του κορμιού σου. Που ήξερα τι σου άρεσε και τι απεχθανόσουν. Που ήξερες τι αγαπώ και τι μισώ. Που γνώριζες τόσο καλά τον κλειστό εαυτό μου.
Ξένοι. Άκαρδη λέξη για εμάς. Σκληρή και άδικη. Όσο άδικη ήταν και η συνάντησή μας. Δυο βλέμματα που πάγωσαν στο αντίκρισμα του γνωστού μα πλέον ξένου για τους άλλους και για το εξωτερικό μας εγώ, προσώπου. Μια μικρή καμπύλη που ήθελε να δημιουργήσει ένα χαμόγελο, έκανε το βήμα να εμφανιστεί μα χάθηκε σαν πεφταστέρι στη σιωπή!
Και εκείνη η λέξη έγινε η πραγματικότητά μας. Δίχως μια λέξη πνιγήκαμε σε θεωρίες και εγωισμούς, σε φοβίες και ενδοιασμούς. Για ένα “αλλά” και ένα “ίσως”. Γιατί προτίμησα το χωρίς εσένα και εσύ το ίδιο. Γιατί πλέον κοιμάμαι αγκαλιά με την σιωπή μου. Και εσύ με την δική σου. Και είναι τόσο κρύα αυτή η αγκαλιά. Γιατί αρκεστήκαμε στο λίγο και δεν αναζητήσαμε το πολύ. Το πολύ από την αγάπη μας. Αλλά δώσαμε πολύ χώρο στη σιωπή και έτσι εκείνη μας κατέλαβε και μας φυλάκισε.
Και ήσουν τόσο όμορφος. Και ήθελα τόσο πολύ να σου το πω! Ήθελα να σε αγκαλιάσω! Να καταφέρω να κάνω το βήμα που έκανες όταν με είδες. Να τρέξω σε εσένα. Και να κλειστώ εκεί, μέσα σου. Λέγοντάς σου πόσο σε αγαπάω!
Αλλά εμείς αγάπη μου, πήραμε την σιωπή για ταίρι. Και δυστυχώς αυτό είναι τώρα ότι πιο κοινό έχουμε!
Και εκείνη η σιωπή, μας ρημάζει. Μας πονάει. Εκείνη η σιωπή, μας κρατάει χώρια. Αλλά όταν θα την σπάσουμε τίποτα δεν θα είναι ίδιο. Και ποτέ ξανά δεν θα είναι το μόνο κοινό στη ζωή μας!