Γράφει η Δήμητρα Αποστολοπούλου.
Τι θα κάνω;
Όλα στην ζωή μου κατέρρευσαν.
Το σπίτι μου δεν υπάρχει πια.
Οι φίλοι μου..
Πού να βρίσκονται άραγε οι φίλοι μου;
Ποιοι ήταν οι φίλοι μου;
Δεν θυμάμαι πια.
Τίποτα δεν θυμάμαι.
Πώς βρέθηκα εδώ, δεν θυμάμαι.
Κανέναν έρωτα δεν θυμάμαι.
Και αν δεν κατάφερα ποτέ να ερωτευτώ και γι’αυτό δεν μπορώ να θυμηθώ;
Όχι! Αποκλείεται!
Πώς γίνεται να μην κατάφερα ποτέ να ερωτευτώ;
Κάποιον θα ερωτεύτηκα και εγώ απλά δεν μπορώ να θυμηθώ.
Με φαντάζομαι ερωτευμένη να φοράω τα καλά μου, να χτενίζω τα μαλλιά μου, να βάζω κόκκινο κραγιόν στα χείλη και άρωμα πίσω από τα αυτιά.
Και να καρδιοχτυπώ ώσπου να έρθει η ώρα του ραντεβού.
Φαντάζομαι να αγκαλιάζω εκείνον τον άνθρωπο που με κρατά άγρυπνη με την σκέψη του τα βράδια.
Και έρωτα. Σίγουρα θα κάναμε έρωτα κάθε βράδυ!
Αλλά δεν θυμάμαι.
Κοίτα με πως είμαι τώρα.
Τι κουρέλια φοράω.
Τα πόδια μου τα νιώθω βαριά.
Σαν να κουβαλάω όλο το βάρος μιας ζωής που χάθηκε στις πλάτες μου.
Και αυτά τα βλέμματα που νιώθω να με κοιτάζουν με οίκτο και απέχθεια πόσο τα σιχαίνομαι.
Πιο πολύ όμως με πληγώνουν τα κρυφά βλέμματα κάποιων ανθρώπων που μοιάζουν με αγγέλους.
Με φωτοστέφανο και μοσχομυριστά φτερά.
Με κοιτάζουν διακριτικά, με το βλέμμα χαμηλωμένο καθώς σέρνω τα πόδια μου και πηγαινοέρχομαι παραμιλώντας στον σταθμό.
Εκείνοι προσπαθούν να καταλάβουν τι μου έχει συμβεί, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν.
Γιατί εγώ δεν μπορώ να με βοηθήσω.
Γιατί δεν θυμάμαι.
Δεν με θυμάμαι.
Με έχασα.
Και έχασα τα πάντα.
Άραγε να είναι πραγματικοί άγγελοι;
Πώς βρέθηκα εδώ;
Πώς θα σωθώ;
Join the discussion